Labels

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς βιογραφία


γιος Νικόλαος Πλανς


Τ διήγημα το λεξάνδρου Παπαδιαμάντη «ερες τν Πόλεων κα ερες τν χωρίων», πο γραψε τ 1896, ναφέρεται σ ναν ντως συνειδητοποιημένο κα οκνο ερουργό, πο μ τν περιόριστη καλοσύνη του, τν περβολική του φιλοχρηματία, τ κτινοβόλο ερατικό του θος, τν ταπείνωσή του, καταξιώθηκε στ συνείδηση το λαο ς γιος πολυαγαπημένος κα θαυματουργός. να πρότυπο ερέα, πλό, γνήσιο, ληθινό.
πρτος πο δίδει γραπτς μαρτυρίες γι τν παπα-Νικόλα εναι λέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στ θηναϊκά του διηγήματα γράφει γι τν ταπειν ερέα πο γνώρισε στ παρεκκλήσι το Προφήτου λισσαίου, στ Μοναστηράκι, τ σα μαζ μ τν τριτεξάδελφό του, λέξανδρο Μωραϊτίδη, ζησαν στς κολουθίες, σπερινούς, ρθρους κα γρυπνίες, στς ποες...  ψαλλαν ο διοι ( Παπαδιαμάντης ς δεξις κα Μωραϊτίδης ς ριστερς ψάλτης). Τν νομάζει «ξιον λειτουργν το ψίστου» κα τν ντιπαραβάλλει μ τος «παγγελματίες ερες».
Τ κκλησάκι το Προφήτου λισσαίου, πο χρονολογεται στ μέσα το 16ου αἰῶνα, ποτέλεσε τ χρόνια π τ 1885 ως τ 1942 «στέκι» λογοτεχνν κα λογίων της ποχς. κε κκλησιάζονταν, ξαιτίας τς μβληματικς μορφς το Παπαδιαμάντη κα «κ περιεργείας», γι ν᾿ κούσουν τ «φων γεμάτη ελάβεια», Παλος Νιρβάνας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Γιάννης Βλαχογιάννης, Γεράσιμος Βκος κ..
π᾿ σα γράφει στν πρόλογο, φαίνεται τι ο γρυπνίες ξεκίνησαν γύρω στ 1885 κα σύντομα ρχισαν ν συμμετέχουν διαλείπτως ο δύο Σκιαθτες λογοτέχνες. Παπαδιαμάντης πέθανε τ 1911, λλ ο γρυπνίες συνεχίστηκαν π τν λέξανδρο Μωραϊτίδη, ποος τ 1925, τέσσερα χρόνια πρν πεθάνει, πρόλαβε κα ξέδωσε τν κολουθία το Προφήτου λισσαίου.

ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ (πόσπασμα)
Πρώτη δημοσίευση στ λεύκωμα: 
« λλς κατ τος λυμπιακος γνας το 1896», μ τν πογραφ λ. Παπαδιαμάντης.
...«Μεταξ τν παρχόντων ερέων πάρχουσιν κόμη πολλο νάρετοι κα γαθοί, ες τς πόλεις κα ες τ χωρία. Εναι τύποι λαϊκοί, φέλιμοι, σεβάσμιοι. ς μν κφωνσι λόγους. ξεύρουσιν ατο λλον τρόπον πς ν διδάσκωσι τ ποίμνιον.
Γνωρίζω να ερέα ες τς θήνας. Εναι ταπεινότερος τν ερέων κα πλοϊκότερος τν νθρώπων. Δι πσαν εροπραξίαν ν το δώσς μίαν δραχμν πενήντα λεπτ μίαν δεκάραν, τ παίρνει. ν δν το δώσς τίποτε, δν ζητε. Δι τρες δραχμς κτελε λόκληρον παννύχιον κολουθίαν. πόδειπνον, σπερινόν, ρθρον, ρας, Λειτουργίαν. Τ λον διαρκε ννέα ρας. ν το δώσς μόνον δύο δραχμάς, δν παραπονεται.
Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τ μνημονευτέα νόματα τν τεθνεώτων, φο παξ το δώσς, τ κρατε δι πάντοτε. π δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε τη ξακολουθε ν μνημονεύ τ νόματα, δι᾿ εκοσι λεπτ τ ποα το δωκες εσάπαξ. Ες κάθε προσκομιδν μνημονεύει δύο τρες χιλιάδας νόματα. Δν βαρύνεται ποτέ. προσκομιδ παρ᾿ ατ διαρκε δύο ρας. Λειτουργία λλας δύο. Ες τν πόλυσιν τς Λειτουργίας, σα κομμάτια χει ντς το ερο, π πρόσφορα ρτοκλασίαν, τ μοιράζει λα ες σους τύχουν. Δν κρατε σχεδν τίποτε.
Μίαν φορν τυχε ν χρεωστ μικρν χρηματικν ποσόν, κα θελε ν τ πληρώσ, εχε δέκα δεκαπέντε δραχμάς, λα ες χαλκόν, π δύο ρας μετροσεν, μετροσε κα δν μποροσε ν τ ερ πόσα σαν. Τέλος, ες λλος χριστιανς λαβε τν κόπον κα το τ μέτρησεν.
Εναι λίγον τι βραδύγλωσσος, κα περισσότερον γράμματος. Ες τς εχάς, τς περισσοτέρας λέξεις τς λέγει ρθάς, ες τ Εαγγέλιον τς περισσοτέρας σφαλμένας. Θ επτε, διατί ντίθεσις ατή; λλ τς εχς τς δίας παγγέλλει καθ᾿ κάστην, ν τν δείνα περικοπν το Εαγγελίου θ τν ναγνώσ παξ δίς , τ πολύ, τρς το τους, ξαιρέσει ρισμένων περικοπν συχν λλ᾿ τάκτως πανερχομένων, ς ες τος γιασμος κα τς Παρακλήσεις.
Τ λάθη, σα κάμνει ες τν νάγνωσιν, εναι πολλάκις κωμικά. Κα μως ξ λων τν κροατν του, ξ λου το κκλησιάσματος, κανείς μας δν γελ. Διατί; Τν συνηθίσαμεν, κα μς ρέσει. Εναι ξιαγάπητος. Εναι πλοϊκς κα νάρετος. Εναι ξιος το πρώτου τν Μακαρισμν το Σωτρος.
Τώρα, ποθέσατε δύο ποθέσεις, μίαν δύνατον, κα μίαν δυνατήν, ποθέσατε τι ατς διος ερες εχεν ξέλθει π εροδιδασκαλεον, παλαιν νέον· θ εχε διαφορν π τ βέλτιον; Θ το πασσαλειμμένος μ λίγα τελ, κακοχώνευτα κα συγκεχυμένα γράμματα, μ περισσότερον οησιν κα ξιώσεις. Θ το δι τοτο καλύτερος; ...»

πίσης Παπαδιαμάντης ναφέρεται στν παπα-Νικόλα κα στ διήγημά του, «Τ τραγούδια το Θεο» (1908), ατ τ φορ νομαστικς. Γράφει τι μικρ Κούλα Μπούκη πέθανε κα ο ψάλτες μαζ μ τος ερες ψαλλον τ «Δετε τελευταον σπασμν» κα συνεχίζει χαρακτηριστικς: «Μόνος παπα-Νικόλας π τν η-Γιάννη το γρο, Ναξιώτης, φαίνετο τι πίανε χωριστν κολουθίαν, μουρμούριζε μέσα του, κα τ μματά του φαίνοντο δακρυσμένα. «Τί μουρμουρίζεις παπ;», το επα π τ πισθεν το στασιδίου, που εχεν κουμβήσει. «Λέγω τν κολουθίαν τν νηπίων μέσα μου», επεν παπα-Νικόλας. Ες ατ τ κακον ρμόζει κολουθία τν νηπίων».