Labels

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ο μπάρμπα Φώτης ὁ Κόντογλου φεύγει από τη ζωή 13 Ιουλίου 1965

 

Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος καί γιογράφος, Φώτης Κόντογλου πρξε πό τά πίλεκτα μέλη τς γενις το '30, πού ναζήτησε τήν λληνικότητά μέσα πό τήν πιστροφή στίς ρίζες. 

Γεννήθηκε στό ϊβαλί (τίς ρχαες Κυδωνίες) στίς 8 Νοεμβρίου 1895 καί ταν γιός το Νικολάου ποστολέλλη καί τς Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο κόμη χασε τόν πατέρα του καί νατράφηκε πό τή μητέρα του καί τόν θεο το ερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι' ατό καί ταν μεγάλωσε υοθέτησε τό οκογενειακό πίθετό της μητέρας του. Τό συγγραφικό καί εκαστικό του τάλαντο νθισε νωρίς. ντας μαθητής Γυμνασίου, ξέδιδε τό περιοδικό «Μέλισσα» μέ κείμενα δικά του καί τν συμμαθητν του, τά ποία εκονογραφοσε διος. 

Τό 1913 φησε τή γενέθλια πόλη του καί μετέβη στήν θήνα γιά νά σπουδάσει στή Σχολή Καλν Τεχνν, παρότι πρός στιγμήν σκέφθηκε νά γίνει ναυτικός. Τό κλίμα στή Σχολή δέν τόν σήκωνε, φο μεταξύ τν καθηγητν το κυριαρχοσε τό καδημαϊκό στύλ το Μονάχου, ν διος ταν φορέας λλης ντίληψης, χοντας γερά μέσα το ριζωμένο τόν μικρασιατικό...  λαϊκό πολιτισμό. Το 1914 γκατέλειψε τή Σχολή καί φυγε γιά τήν Ερώπη. Μετά πό μικρά παραμονή στή Μαδρίτη, γκαταστάθηκε στό Παρίσι. 

Γρήγορα γινε γνωστός στούς εκαστικούς κύκλους τς γαλλικς πρωτεύουσας, ταν τόν πρόσεξε διάσημος γλύπτης γκίστ Ροντέν. Το 1916 βραβεύτηκε γιά τήν εκονογράφηση το βιβλίου το Κνούτ Χάμσουν « πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τόν φίλο του καί συμφοιτητή το Σπύρο Παπαλουκ, τόν μετέπειτα σπουδαο ζωγράφο. Τήν ποχή κείνη γραψε καί τό πρτο του λογοτεχνικό ργο, τήν στορία το φανταστικο κουρσάρου «Πέδρο Καζς». 

Τό 1919 πιστρέφει στό ϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά καί στορία τς τέχνης στό τοπικό παρθεναγωγεο. Παράλληλα, δρύει τόν πνευματικό σύλλογο «Νέοι νθρωποι» μαζί μέ τούς λία Βενέζη καί Στρατή Δούκα. Τό 1921 στρατεύεται καί μετέχει στή Μικρασιατική κστρατεία. Μετά τήν κατάρρευση το μετώπου καί τήν πακολουθήσασα ξοδο το λληνικο στοιχείου τς Μικρς σίας, φθάνει πρόσφυγας στή Λέσβο καί στή συνέχεια στήν θήνα. 

Το 1925 παντρεύεται τή συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καί δύο χρόνια ργότερα γεννιέται κόρη τούς Δέσπω. Τά πόμενα χρόνια θά μοιράσει τόν χρόνο το νάμεσα στόν χρωστήρα καί τή γραφίδα, ν ξιόλογη εναι θητεία του ς συντηρητ ργων τέχνης. 

Τό 1932 κτίζει τό σπίτι του στήν δό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), που μαζι μέ τούς μαθητές το Τσαρούχη καί γγονόπουλο ζωγραφίζουν μέ νωπογραφίες να δωμάτιό του. Κατά τή διάρκεια τς Κατοχς, θύμα το μαυραγοριτισμο, ναγκάζεται νά τό πουλήσει γιά να σακί λεύρι καί μετακομίζει μέ τήν οκογένειά του σέ να γκαράζ. Τήν ποχή ατή Χριστιανισμός τόν πορροφ ντελς καί ποφασίζει νά τόν διακονήσει λόψυχα ς λογοτέχνης καί ζωγράφος. 

Κόντογλου μπνέεται πό τήν λληνική παράδοση καί προσηλώνεται μέ φανατισμό σέ ,τι θεωρε καθαρά λληνικό, βγαλμένο πό τήν παράδοση το Βυζαντίου καί τς ρθόδοξης κκλησίας. Στις φορητές του εκόνες χρησιμοποίησε τή μέθοδο τς ογραφίας. Πολλές πό ατές χουν κδοθε πό τόν «στέρα». γιογράφησε πολλές κκλησίες (Καπνικαρέα, γία Βαρβάρα Αγάλεω, γιος νδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή καί γία Παρασκευή Παιανίας, Εαγγελισμός Ρόδου, γιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, γιος Γεώργιος Κυψέλης κ.α). 

Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικν, ποιητικν συλλογν, πορτραίτα, ν τό σημαντικότερο ργο στήν κοσμική ζωγραφική εναι ο βυζαντινοπρεπες νωπογραφίες του στό Δημαρχεο θηνν, μέ θέματα καί πρόσωπα πό τήν λληνική στορία. Δούλεψε στό Βυζαντινό Μουσεο, τό Κοπτικό Μουσεο το Καΐρου καί δημιούργησε τό Βυζαντινό τμμα το Μουσείου τς Κέρκυρας. Σημαντική ταν συμβολή του στήν ποκατάσταση τν τοιχογραφιν στόν Μυστρά. 

Φώτιος Κόντογλου πέθανε στίς 13 ουλίου 1965 στόν «Εαγγελισμό» πό τίς πιπλοκές πού το εχε προκαλέσει να ατοκινητιστικό δυστύχημα.