Labels

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Ὡς πότε θὰ μαγαρίζουν τὰ σπίτια μας τουρκοσειρές;




«Δν το πάει Τορκος τούτου το τόπου, ρ παιδιά, πς ν τ κάνουμε», λεγε ποιητς Κώστας Μόντης, βλέποντας, μ νοτισμένα μάτια, τν πανωραία μμόχωστο, τν γενέθλιο τόπο του. Γιατί; διότι «π κε πέρασε νας λλος λας πο γέμισε πληγς τ χμα. Βρκε κκλησις κα τς χάλασε. Βρκε λιακωτ κα τ κούρσεψε. Βρκε τ βήματα νς πολιτισμο κα θέλει ν τ παραγράψει. Κα χαλ. Γιατί δν μπορε ν κτίσει. Κα εροσυλε. Γιατί δν μπορε ν σεβαστε. Κα καταστρέφει. Γιατί δν μπορε ν δημιουργήσει». («π’ δ πέρασαν κενοι», νθος Λυκαύγης. Κυπριακ νθολόγιο -Στ’, Λευκωσία 1994, σέλ. 195). τσι μιλον κα γράφουν σοι γαπον τν πατρίδα κα δν ξεχνον (λλο πράγμα ν συγχωρον) τς δικίες, τς λεηλασίες, τς σφαγς στς ποες μς καταδίκασε συμβίωση μ τ ξ νατολν θηρίο. λλ τώρα πο καταντήσαμε «νεμοδορες, μηχανς διαφταρμένες», ς θ λεγε τίμιος Μακρυγιάννης, χουμε τν Τουρκι στ σπίτια μας, στς σάλες μας. Καθημερινο μουσαφιραοι, φίλοι καρδιακοί, ο γλυκανάλατες, σαχλς τουρκοσαπουνόπερες. Ο Γενοκτόνοι το λαο μας, ο γκληματίες, ο δολοφόνοι το σαάκ, το Σολωμο, το λιάκη, τν... τριν ρώων τν μίων, ο χειροκροτητς το αμοσταγ ρντογν, δόξη κα τιμή, μπκαν στ σπίτια μας. Χάθηκε γάπη στν πατρίδα. Φτώχυνε τ κράτος, τ καταλήστευσαν ο κοπροπολιτικάντηδες, λλ ηδία, πόρριψη πεκτείνεται. Δν περιορίζεται στος Γραικύλους τς σήμερον, λλ «πιπολαίως» πλώνεται στ χθές, σ’ ατος πο ς ε τος χρωστμε στος νεκρούς. («λλάδα εσαι γεννημένη π τος πεθαμένους», κανοναρχε ποιητς Τάσος Λειβαδίτης). Ο νίκανοί της σήμερον, δν εναι πατρίδα. Ατο εναι τ νειδός της. «Στμεν καλς». πατρίδα πέφτει, λλ ποτ δν ξεπέφτει, δν χάνεται στ τάρταρα τς οκονομικς φρίκης, μονάχα ξαποσταίνει. Διασώζει Γιάννης Βλαχογιάννης στ «Διηγήματά» του να φωτειν συμβν στ ποο πρωταγωνιστε κενος «μεταξένιος» νθρωπος, ρωας Κωνσταντς Κανάρης. 
Μετ τν ποτυχία ν πυρπολήσει στν λεξάνδρεια τν αγυπτιακ στόλο (ραία στορία. Τορκοι, Μπραϊμηδες τς Λιβύης , ρντογάνηδες κα λοιπ Μεμέτια, τ ταγκαλάκια, ξανασμίγουν σήμερα, γι ν πνίξουν τν λληνισμό. Μόνο πο τώρα λείπουν ο Κολοκοτρωναοι, πού, κατ τν λύτη, ταν κανο ν ποβάλουν τν «τόσων αώνων δουλεία, μ σκέτο σαπουνόνερο»), πιστρέφει, λοιπόν, μ τος νατες του, λοι τους σ κακ κατάσταση, δίχως ψωμ κα νερό. μφανίζεται τότε, να αστριακ μπορικ πλοο. Σαλτάρουν ο λληνες στ καράβι, πιάνει Κανάρης τν πλοίαρχο. «Τί θέλετε;» ρωτάει ντρομος καπετάνιος. «Ψωμί, νερ κα ,τι λλο χει τ καράβι, γιατί πεθαίνουμε π τν πείνα», παντάει Κανάρης. αστριακς προστάζει κα κατεβαίνουν ο ζαϊρέδες στν βάρκα το μπουρλοτιέρη. Το λέει Κανάρης: «Δν χω χρήματα ν σ πληρώσω τώρα. Γράψε σ’ να χαρτ πόσο ξίζουν κα φέρε τ ν τ πογράψω». «Δν κάνουν τίποτα» ποκρίνεται ξένος. 
«Φέρε τ χαρτ κα γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», επε τσατισμένος Κανάρης. Κα φο πόγραψε: «λλ σες δν χετε θνος», παντ καντιποτένιος, τ κοπέλι τς “ερς Συμμαχίας”. Καπνίζουν τ μάτια του, στράφτει κα βροντ Κανάρης. «ν δν χουμε θνος, θ κάνουμε». (Τν βρκε κα τν πλήρωσε ταν γίναμε κράτος κα διος πουργς κα πρωθυπουργός). θνος πρχε, ννοια τς πατρίδος, ς μνήμη ζωήρρυτος κα ειθαλς ζοσε – «μς ατοκράτοράς μας, Παλαιολόγος, σκοτώθη ες τ τείχη γι ν τν παραδώσει τν Πόλη» λεγε Κολοκοτρώνης στν καπετν μιλτον – κράτος δν πρχε. Κα ταν γινε, γινε, φο «φαγαν» τν μεγάλο Κυβερνήτη, τ ψευτορωμαϊκό, ατ πο σήμερα μς ποτάσσει στν κάθαρτη φράγκικη καλύπτραν. («Κα λευτερωθήκαμεν π τος Τούρκους κα σκλαβωθήκαμε ες νθρώπους κακορίζικους που ταν καθαρσία τς Ερώπης», λέει στρατηγός). κενοι ο νθρωποι, ο ρωϊκο ραγιάδες, πο τος «τηγάνιζε» καθημεριν ντίχριστος Τορκος, εχαν τν πατρίδα φυλαχτ σν τ Τίμιο Ξύλο. μεινε Μακρυγιάννης π χρήματα κάποτε. Το λέει « φίλος του» (τσι τν νομάζει) Γρόπιος, πρόξενος τς ούστριας. «Εναι νας γγλος, Γκόρδον, βάνει τ μέσα το πολέμου, σα χρήματα χρειαστον. Το παραχωρες τν θέση σου;». Στοχεύει στ ρίζα, Γρόπιος, στν μφυτη φιλοπρωτία κα φιλαρχία το λληνα τς ποχς, καί, πολ περισσότερο, στος δούλωτους, προσκύνητους, λεύτερους καπεταναίους το ’21. 
Μακρυγιάννης μως, σν τν δίκαιο ριστείδη λίγο πρν π τν ναυμαχία τς Σαλαμίνας, λέει τοτα τ θάνατα λόγια, πο τ βρίσκω π’ τ μορφότερα κα συγκινητικότερα, πο κούστηκαν π Ρωμηούς, το Γένους ο πιφανες. «Σύρε πές του, ποιος εναι ατς πού θ βάλη τ χρήματα, χι ρχηγν τν κάνω καμπούλι (=δέχομαι), δι τν γάπη τς πατρίδος μου, λλ που κατουράγει ν μο δίνει ν πίνω γ τ κάτρο• τ κάνω ατ κα το τ δίνω νγράφως». «Δι τν γάπη τς πατρίδος» πίνει κα τ «κάτουρον» το Φράγκου στρατηγός, δι τν γάπη τς πατρίδος φησε Παλος Μελς τν σύγχρονη Βαβυλώνα τς δονοθηρίας, τς πλουτοκρατίας κα τς σωτίας κα νέβηκε «ες Μακεδονίαν» γι ν βρε γαλήνη βασίλευτη, γιατί «κενο πο μετρ εναι πς ταν ο νθρωποι ατο λν λλάδα ννοον τάφο. Λόγος θνικς γι’ ατος εναι ν μιλς μέσα π τ μνμα». π’ τ μνήματα, π’ τ λευκασμένα κόκκαλα, ξ λλου, βγαίνει λευτεριά. Εναι πατρίδα, θυσία κα «ντιμος πενία» (Λέει Παπαδιαμάντης. Πενία, χι φτώχεια. Πενία σημαίνει γκράτεια κα λιγοδεϊα, βίος ρθόδοξος). Καί …«φίλει τν πατρίδα καν δικος » (Πλάτων) τν γαπς κα ν εναι δικη, δηλαδή, ν γινε κα πάλι «Ψωροκώσταινα». 
Την μάνα μας τν γαπμε, τν σεβόμαστε κα τς κλείνουμε τ μάτια, δν τν φτύνουμε, ταν χάσει τν δύναμή της. Ατ εναι πατρίδα. Χαμένα κορμι κα λακέδες πο ρπαξαν τ βις κα ποδοπάτησαν τν πόληψή της, τ ψευτοκράτος ς χαθε, μαζ κα ο μετριότητες πο τν πομυζον. λλ κα σοι τν πιβουλεύονται, ο προαιώνιοι βρικόλακες, Τουρκιά, μακριά, μακρι π τ σπίτια μας. Ν μν κον τ παιδιά μας, ο μαθητές μας τ βαρβαρόηχα λόγια. Κάποτε στν δια γλώσσα κούγονταν διαταγς ξεκληρίσματος. Μν ξεχνμε….ν χάσουμε τ μνήμη μας, θ χαθομε. 
« λενα, συμμαθήτριά μου χρόνια, γραφε πάντα στ πάγγελμα πατρς μία λέξη πο ποτ δν καταλάβαινα. γνοούμενος» γραφε να λληνάκι τς Κύπρου λίγο μετ τν «ερηνικ» πόβαση το ττίλα, ς θ λεγε κα κάθε τουρκοτζουτζές. Πς ν τ κάνουμε; Δν το πάει Τορκος τοτος τόπος… Κα τί θ ‘λέγε ποιητής, ν κουγε κουβέντες γαρηνές, λόγια μαγαρισμένα στ σπίτια τ (ψευτο)ρωμαίικα; 
Δημήτρης Νατσις   δάσκαλος-Κιλκς