ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ – ΜΕΛΕΤΗ ΚΒ΄
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(β) «Οἱ μάγοι ἀκολούθησαν τὴν ὁδοιπορία τους μὲ σταθερότητα καὶ μεγαλοψυχία»
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνικὴ- Ἐπιμέλεια: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος
Σκέψου, ἀδελφέ, τὴν σταθερότητα καὶ τὴν μεγαλοψυχία ποὺ ἔδειξαν οἱ Μάγοι, ἀκολουθώντας τὴν ὁδοιπορία τους, παρόλο
ποὺ βρῆκαν τόσα ἐμπόδια ἐναντίον τους, μέσα στὴν Ἱερουσαλὴμ . Διότι ἃ΄ μὲν κρύφτηκε τὸ ἀστέρι ποὺ ἦταν μία μεγάλη
παρηγοριὰ στὸ δρόμο τους` β΄ δὲ ταράχτηκε ὅλη ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων μὲ αὐτὸ τὸ μήνυμα ποὺ ἔφεραν καὶ γ΄ διότι ὁ Ἡρώδης ὁ βασιλιάς, ποὺ ἦταν θανάσιμος ἐχθρός του νέου βασιλιᾶ, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ τὸν θυμό του. Οἱ μάγοι ὅμως δὲν ἔδειξαν μικροψυχία γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ καθόλου δὲν φοβήθηκαν, ποὺ ἦταν τόσο λίγοι καὶ βρίσκονταν μέσα σὲ ἕνα ὁλόκληρο καὶ ξένο βασίλειο. Ἀλλά, ἀντὶ γιὰ τὸ ἀστέρι, ποὺ τοὺς ἔλειψε στὸ δρόμο τους, τρέχουν
στοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς ρωτοῦν, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ πηγαίνουν στὴν αὐλὴ ἑνὸς τυράννου ὑπερήφανου καὶ αἱμοβόρου καὶ ζητοῦν μὲ μεγάλη τόλμη καὶ μεγαλοψυχία, γιὰ νὰ μάθουν ποῦ...
γεννιέται ὁ νέος βασιλιάς. «ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λεγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεῖς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Μάτθ. β,2). Ώ, τόλμη θαυμαστή! Ὤ, μεγαλοψυχία, ἄξια οὐρανίων ἐπαίνων!
γεννιέται ὁ νέος βασιλιάς. «ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λεγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεῖς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Μάτθ. β,2). Ώ, τόλμη θαυμαστή! Ὤ, μεγαλοψυχία, ἄξια οὐρανίων ἐπαίνων!
Τώρα σύγκρινε, ἐσὺ ἀγαπητέ, αὐτὴν τὴν μεγαλοψυχία τῶν μάγων μὲ τὴν μικροψυχία τὴ δική σου, γιὰ νὰ καταντροπιαστεῖς καὶ νὰ ὁδηγηθεῖς στὴν θεραπεία σου, στὴν διόρθωσή σου.
Διότι, ὅπως ὁ λαμπρὸς ἀστέρας, ποὺ ὁδηγοῦσε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς μάγους στὴν πορεία τοὺς κρύφτηκε ἀπ` αὐτούς, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀνδρεία τους, ἀφοῦ ξαναφάνηκε μπροστά
τους, τοὺς ἔδωσε μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνιση: «ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα»
(Μάτθ.2, 10), αὐτὸν τὸν τρόπο συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς δούλους καὶ τοὺς φίλους της, ὅπως λένε οἱ θεῖοι πατέρες, οἱ ἀποκαλούμενοι νηπτικοὶ καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Διάδοχος. Καὶ ἄλλοτε αὐτή, σὰν φιλοτεκνη μητέρα
παρηγορεῖ καὶ εὐφραίνει τὰ παιδιά της μὲ τὶς πρωτόγνωρες ἐλλάμψεις της καὶ τὶς θεῖες ἐνέργειές της καὶ τὰ δῶρα της, φωτίζοντας τὸν νοῦ τους, κατανύσσοντας
μὲ πολλὴ γλυκύτητα τὴν καρδιά τους καὶ θερμαίνοντας τὴν καὶ διεγείροντας τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Ἄλλοτε δὲ κρύβεται ἀπ` αὐτοὺς καὶ ἀποτραβιέται, δηλαδὴ ἀφήνει τοὺς πειρασμοὺς νὰ ἔρχονται ἐπάνω τους, ὅπως κάνει ἡ μητέρα πολλὲς φορὲς ποὺ κρύβεται ἀπὸ τὰ παιδιά της, γιὰ νὰ καλλιεργήσει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν δειλία τους, γιὰ νὰ γίνουν ἄνδρες μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις καὶ νὰ μὴν εἶναι πάντοτε νήπια, γιὰ νὰ κλάψουν καὶ νὰ ζητήσουν θερμὰ τὴν θεία χάρη, τὴν ὁποία ἔχασαν. Καὶ κατ` αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ πάλι τὴν ἀπολαύσουν, νὰ χαροῦν περισσότερο, ὅπως καὶ τὸ παιδί, ὅταν χάσει τὴν μητέρα του, ζητάει
νὰ τὴν βρεῖ μὲ κλάματα καὶ μὲ δάκρυα. Καὶ ἀμέσως, μόλις τὴν δεῖ νὰ φανεῖ ἀπὸ κάποιο μέρος, τρέχει
μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ κλαίγοντας καὶ γελώντας ταυτόχρονα,
τὴν ἀγκαλιάζει.
Ἀλλά, ἐσὺ ἀδελφέ, πόσες φορὲς ὀλιγοψύχησες, ὅταν ἐξαφανίστηκε ἀπὸ σένα ὁ οὐράνιος ἀστέρας ποῦ σὲ ὁδηγοῦσε; Πόσες φορὲς γόγγυσες καὶ θέλησες νὰ γυρίσεις πίσω, δηλαδή, νὰ ἀφήσεις τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία ἀποφάσισες νὰ περπατήσεις καὶ νὰ γυρίσεις πάλι στὸν προηγούμενο δρόμο τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τραβήχτηκε ἀπὸ πάνω σου γιὰ λίγο καιρὸ καὶ σὲ ἄφησε νὰ δοκιμάσεις ἕναν ἔστω μικρὸ πειρασμὸ ἢ πίκρα στὴν καρδιὰ ἢ νὰ θολώσει ὁ νοῦς σου; Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς μικροψυχίας σου καὶ ἀνυπομονησίας σου,
βγάλε τὸ συμπέρασμα πὼς ἡ στάση σου ἀπέναντι στὴν ἀρετὴ εἶναι βρεφικὴ καὶ νηπιώδης καὶ γὶ` αὐτὸ ἔχεις ἀνάγκη νὰ τρῶς πάντοτε γάλα, δηλαδὴ νὰ αἰσθάνεσαι πάντοτε τὶς γλυκύτητες τῆς χάριτος. Καὶ ἀμέσως, μόλις τὶς στερηθεῖς γιὰ λίγο γίνεσαι ἀνυπόμονος, χάνεσαι καὶ ἀπελπίζεσαι καὶ φωνάζεις καὶ σὺ σὰν τὸν Πέτρο, ὅταν κινδύνευε νὰ βυθιστεῖ στὴν θάλασσα «Κύριε, σῶσον μέ». (Μάτθ. 14,
30) Ἀλλά σου ἀπαντῶ κι ἐγώ, ὅπως τότε ἀπάντησε στὸν Πέτρο ὁ Χριστὸς «ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (αὐτόθι). Λοιπόν, πόσο εἶναι θαυμαστό, ἂν ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν πηγαίνει στὸ ὅρος Θαβώρ, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ; Πόσο θαυμαστὸ εἶναι, ἂν ἐφαρμόζεις τὴν ἀρετὴ καὶ φυλάγεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει τὸν νοῦ σου μὲ τὶς θεῖες ἐλλάμψεις της; Τί
μεγάλο πράγμα εἶναι , ἂν δείχνεις ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γλυκαίνει τὴν καρδιά σου μὲ τὴν ἁπαλὴ ζεστασιά της, μὲ τὴν γλυκιὰ κατάνυξη καὶ μὲ τὰ φωτιστικὰ νοήματά της; Τὸ θαυμαστὸ εἶναι νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν πηγαίνει νὰ σταυρωθεῖ, δηλαδή, τὸ θαυμαστὸ εἶναι νὰ ἐφαρμόζεις τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν ἀποκλίνεις ἀπ` αὐτήν, ὅταν ἔρθουν οἱ θλίψεις καὶ οἱ πειρασμοί, τόσο οἱ ἐξωτερικοί, ὅσο καὶ οἱ ἐσωτερικοί, διότι αὐτὲς ἐπιφέρουν τὴν ξηρότητα στὴν καρδιὰ καὶ τῆς στεροῦν τὴν κατάνυξη. Τότε
δοκιμάζεται ἡ μεγάλη ἀνδρεία, ὅταν σου στερήσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὶς γλυκύτητές της καὶ ἐσὺ δὲν μικροψυχήσεις
καθόλου.
Γὶ` αὐτὸ ἀδελφέ μου, ἐπειδὴ ἀποφάσισες μία γιὰ πάντα νὰ εἶσαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, προετοίμασε τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζεις τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ τοὺς ὑπομένεις μὲ μεγάλη γενναιοψυχία,
καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σὲ συμβουλεύει διὰ τοῦ Σοφοῦ Σειράχ, λέγοντας
«Τέκνον, εἰ προσέρχη δουλεύειν
Κυρίω Θεῶ, ἐτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμὸν» (2,1). Διότι, ἔχε κατὰ νοῦν ὅτι, μόλις ἀρχίσεις νὰ ἀκολουθεῖς τοὺς οὐράνιους φωτισμοὺς καὶ τὶς θεϊκὲς ἐλλάμψεις, τὶς ὁποῖες θὰ σοὺ ἐμφανίζει ὁ Θεὸς νοερὰ στὴν καρδιά σου, ἀμέσως μόλις ἀρχίσεις νὰ περπατᾶς στὴ στράτα τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ξεκινήσεις μία ἄλλη θεάρεστη ζωὴ καὶ μάλιστα, ἂν ἀποφασίσεις νὰ πᾶς σὲ κάποιον ἥσυχο τόπο καὶ γίνεις καλόγερος,
τότε ὁπωσδήποτε θὰ σοὺ ἐπιτεθεῖ ἄγρια ὁ Ἡρώδης, τὸ σαρκικὸ φρόνημα, ἐπειδὴ ἡ λέξη Ἡρώδης ἑρμηνεύεται
«δερμάτινος», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Τότε θὰ ἀναστατωθεῖ κατ` ἐπάνω σου ὁ διάβολος καὶ μαζὶ μὲ τὸν διάβολο ὅλη ἡ πόλη, δηλαδὴ ὅλος ὁ κόσμος. Τότε θὰ σηκωθοῦν στὸ πόδι οἱ γονεῖς σου, οἱ συγγενεῖς σου, οἱ φίλοι σου, οἱ συμπατριῶτες σου, οἱ γνωστοί σου καὶ θὰ σοὺ λένε ὅτι εἶναι πολὺ σοβαρὸ καὶ βαρὺ αὐτὸ ποὺ πᾶς νὰ κάνεις. Θὰ σοὺ λένε πὼς δὲν θὰ μπορέσεις νὰ ἀντέξεις τοὺς κόπους τῆς καλογερικῆς ζωῆς καὶ ὅτι θὰ γίνεις αἰτία νὰ σὲ κατηγορεῖ ὁ καθένας καὶ νὰ λέει πὼς εἶσαι ὑπερήφανος καὶ πὼς θέλεις τάχα νὰ ἁγιάσεις μόνος σου. Θὰ σοὺ λένε πὼς εἶσαι ὑποκριτής, ἀπαίδευτος καὶ ἀπολίτιστος ἄνθρωπος καὶ ἄλλα παρόμοια. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ὑποκινεῖ ὁ μισόκαλος διάβολος,
γιὰ νὰ σὲ ἐμποδίσει ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας σου.
Ἀλλὰ ἐσύ, ἀδελφέ, μιμήσου ἐκείνους τοὺς χαριτωμένους μάγους καὶ κλεῖσε τελείως τὰ αὐτιά σου σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ θὰ σοὺ λένε, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδιστεῖς νὰ φέρεις εἰς πέρας αὐτὴν τὴν καλή σου ἀπόφαση. Ἀλλὰ ἐδῶ πρέπει νὰ φανεῖ ἡ σταθερότητα καὶ ἡ μεγαλοψυχία σοὺ` «ὧδε ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις». (Ἀποκ. 13, 10) Ἐδῶ πρέπει νὰ σφίξεις δυνατὰ τὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν σκληρύνεις, ὥστε νὰ μὴν συμμεριστεῖς οὔτε τὰ δάκρυα τῶν γονέων σου οὔτε τὰ κλάματα τῶν συγγενῶν σου οὔτε τὶς παρακινήσεις τῶν φίλων σου, ἀλλὰ νὰ θεωρήσεις πὼς αὐτοὶ μόλοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἐχθροί σου, ὅπως λέει ὁ Κύριος «καὶ ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Μάτθ. 10,36). Διότι, ἂν ἀφήσεις τὴν καρδιά σου γιὰ λίγο νὰ μαλακώσει ἀπέναντι σ` αὐτά, ἀμέσως θὰ βρεῖ εὐκαιρία νὰ σὲ νικήσει ὁ κόσμος καὶ ὁ διάβολος καὶ νὰ σὲ ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Ἐδῶ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσεις σπαθί. Σπαθί, γιὰ νὰ κόψεις κάθε
προσπάθεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς σάρκας καὶ τῶν ἡδονῶν καὶ νὰ μὴν δειλιάσεις καθόλου,
ἀλλὰ ἐλπίζοντας μόνο στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ προσκαλεῖ, νὰ μὴν κοιτάξεις τριγύρω
σου ὅπως ὁ Λώτ, ἀλλὰ βλέπε μόνο μπροστά
σου, μέχρι νὰ φύγεις καὶ νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπως ἀπὸ μία ἄλλη Πεντάπολη` «σώζων
σῶζε τὴν σεαυτοὺ ψυχήν· μὴ περιβλέψη εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῆς ἐν πάση τὴ περιχώρω· εἰς τὸ ὅρος σώζου, μήποτε
συμπαραληφθῆς» (Γέν. 19,17). Στὸν δρόμο δὲ ποὺ διάλεξες νὰ ἀκολουθήσεις, μὴν συμβουλεύεσαι ἄλλον παρὰ μόνο τὶς Ἅγιες Γραφές, τοῦ Θεοφόρους πατέρες καὶ τὸν πνευματικό σου, ὁ ὁποῖος σὲ συμβουλεύει βάσει τῶν ἁγίων Γραφῶν, ὁ ὁποῖος εἶναι βέβαια εἰς τόπον Θεοῦ. Ἀλλιῶς, ἂν ἐσὺ θελήσεις νὰ ζυγίσεις τὰ λόγια καὶ τὶς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ δώσεις προσοχὴ στὶς ἀντιρρήσεις καὶ στὸ τί ἀρέσει στὸ κόσμο καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸ τί θὰ πεῖ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς ποτὲ δὲν θὰ ὁλοκληρώσεις κανένα
καλὸ γιὰ λογαριασμό σου οὔτε θὰ μπορέσεις ποτὲ νὰ βρεῖς τὸν Χριστό.
Βάλε λοιπὸν μετάνοια, διότι
φάνηκες μικρόψυχος καὶ ἀνυπόμονος στοὺς πειρασμούς, ποὺ συνάντησες στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ δὲν στάθηκες ἀνδρεῖος, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ σὲ ἐγκατέλειψε γιὰ λίγο, γιὰ νὰ σὲ δοκιμάσει καὶ ταπεινώσου, πέφτοντας κάτω καὶ γίνε ἕνα μὲ τὴ γῆ. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ σὲ ἐπισκέφθηκε πάλι μὲ τὴν χάρη του καὶ δὲν σὲ ἄφησε νὰ χαθεῖς ὁλότελα, ψάλλοντας μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ` «εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησε μοί, παρὰ βραχὺ παρώκησε τῷ ἅδη ἡ ψυχή μου». (Ψάλ.
93,17) καὶ παρακάλεσε τὸν νὰ σοὺ δώσει καὶ πάλι τὶς πρῶτες γλυκύτητες καὶ χαρὲς τῆς χάριτός του, ὅπως τὸν παρακαλοῦσε γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα καὶ ὁ Δαβὶδ ` «ἀπόδος μοὶ τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου». (Ψάλ.
50,14). Κᾶνε καὶ κάποιες αἰσθητές, σωματικὲς κινήσεις. Χτύπα τὸ στῆθος σου μὲ τὰ χέρια σου, ἀγκαλίασε τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἢ τὴν ἁγία Εἰκόνα του, ἂν βέβαια δὲν ὑπάρχει κάποιος ποὺ νὰ σὲ βλέπει, καὶ φώναξε καὶ σὺ καὶ πὲς τοῦ ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰακώβ. «Κύριε, δὲν σὲ ἀφήνω καὶ δὲν φεύγω ἀπὸ ἐδῶ μέχρι ποὺ νὰ μὲ εὐλογήσεις καὶ νὰ μοῦ θερμάνεις τὴν καρδιά μου καὶ νὰ μοῦ γλυκάνεις τὴν ψυχή μου μὲ τὴν κατάνυξη καὶ μὲ τὴν θεία χάρη σοὺ` «οὐ μὴ σὲ ἀποστείλω, ἐὰν μὴ μὲ εὐλογήσης». (Γέν. 32,
26) Πές του καὶ τὰ λόγια της Χαναναίας,
«ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». (Μάτθ. 15, 27),
δηλαδή, δωσ` μου Κύριε, λιγάκι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς παρηγοριὲς ποὺ δίνεις στοὺς κατὰ πνεῦμα υἱοὺς καὶ φίλους σοὺ` καὶ ζήτησέ του νὰ σὲ προλαβαίνει κρυφὰ καὶ νὰ σὲ δυναμώνει μὲ τὴν χάρη του, ὅσες φορὲς ἀποφασίσει νὰ σὲ ἀκολουθήσουν πειρασμοί, ὅπως τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, γιὰ νὰ μπορεῖς μὲ τὴν δύναμή του νὰ τοὺς ὑπομένεις εὐχαρίστως. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι «πολλοὶ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δὲ οἱ ἐκλεκτοί», ὅπως τὸ λέει ὁ ἴδιος, (Μάτθ. 20,16), παρακάλεσε τὸν νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ συναριθμηθεῖς μὲ τοὺς λίγους, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ σωθεῖς, χωρὶς νὰ δίνεις σημασία στὰ λόγια του κόσμου, ὅπως δὲν δίνεις σημασία οὔτε στὸν θόρυβο ποὺ κάνει ἡ θάλασσα: «ἦχοι θαλάσσης ἀνδρὸς ἄφρονος λόγοι`
βρίθοντες ἀκτᾶς οὐ πιαίνουσι χρόας»,
δηλαδή, τὰ λόγια του ἄφρονος ἀνθρώπου μοιάζουν μὲ τοὺς ἤχους τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας, οἱ ὁποῖοι πλημμυρίζουν μὲν τὶς ἀκτές, ἀλλὰ δὲν συνθέτουν καμία
μελωδία, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου