Πλησίασε κάποτε ἕνας Εὐρωπαῖος, ἕνας
Φράγκος, τὸν τροπαιοῦχο
νομπελίστα μας ποιητή, Γιῶργο Σεφέρη, πειράζων αὐτὸν
καὶ λέγων:
«Μά, πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι
εἶστε ἀπόγονοι
τοῦ Λεωνίδα, τοῦ
Θεμιστοκλῆ; Ἀπάντησε
ὁ ποιητής: Ὄχι,
εἴμαστε ἀπόγονοι
μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς
μίλησε ἑλληνικά, ποὺ
προσευχήθηκε
ἑλληνικά, ποὺ
μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν
Ὀδυσσέα, τὸν
Ἡρακλῆ,
τὸν μαρμαρωμένο βασιλιᾶ καὶ
τὸν Παπαφλέσσα,
ποὺ ζύμωνε κάθε Πρωτοχρονιὰ τὴν
βασιλόπιτα καὶ ἔνιωθε
τὴν ψυχή της νὰ
βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά το ξόδι τοῦ νεκροῦ
Θεανθρώπου».
Βαθιὰ θεολογικὴ
ἡ ἀπάντηση
τοῦ ποιητῆ.
Τὸ ἐρώτημα
εἶναι πόσοι ἀπὸ μᾶς
μποροῦν νὰ
δώσουν σήμερα τὴν ἴδια
ἀπόκριση.
Χριστούγεννα: «Ἡ πασῶν
τῶν ἑορτῶν ἐπεδήμησεν
ἑορτὴ
καὶ τὴν
οἰκουμένην εὐφροσύνης
ἐπλήρωσεν. Ἑορτὴ ἡ
τῶν ἁπάντων
ἀκρόπολις, ἡ
πηγὴ καὶ
ἡ ρίζα τῶν
παρ' ἡμῖν
ἀγαθῶν
δι' ἧς ὁ
οὐρανὸς
ηνεώχθη, πνεῦμα κατεπέμφθη, τὰ διεστώτα ἡνώθη,
τὸ σκότος ἐσβέσθη,
τὸ φῶς
ἔλαμψεν, οἱ
δοῦλοι γενόνασιν ἐλεύθεροι, οἱ
ἐχθροὶ
υοί, οἱ ἀλλότριοι
κληρονόμοι...».
Εἶναι λόγια τοῦ
ἁγίου Ἰωάννη
τοῦ Χρυσοστόμου...Ἀπὸ
ἐχθροί,
λέει ὁ ἅγιος,
χάρις στὴν ενανθρώπιση τοῦ Λόγου τοῦ
Θεοῦ, γίναμε υἱοί.
Ὅμως τὰ
τελευταῖα χρόνια ἐγκαταλείψαμε
τὸν πατρικὸ
οίκο και περιπλανιόμαστε στὶς Λόντρες καὶ
τὰ Βερολίνα.
Ἄλλους
ἡ στείρα προγονολατρία, ἄλλους ἡ
ξενομανία καὶ ὁ
ἄκρατος πιθικισμός, ἄλλους ὁ
παρασιτικὸς καταναλωτισμὸς καὶ
τὸ διογκωμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας μᾶς ὁδήγησαν
στὴν περιφρόνηση τοῦ μοναδικοῦ
αὐτοῦ
θησαυροῦ, τῆς
παράδοσης τῆς Ρωμηοσύνης. Γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό.
Μιᾶς οἰκονομικῆς κατάρρευσης καὶ κρίσης προηγεῖται μιὰ
πνευματικὴ ἧττα.
Ἡττηθήκαμε, γιατί ξεχάσαμε τὸ ρωμαίικο ἦθος.
Τὸ ἦθος
αὐτὸ
εἶναι ἡ
«ἔντιμος πενία» τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ καθαρὸ
μέτωπο τῶν γονέων μας, τὸ δόξα τῷ
Θεῷ τῶν
παππούδων μας, τὸ χιλιοτραγουδισμένο φιλότιμο τοῦ λαοῦ
μας. Ἡττηθήκαμε, μὰ
ὁ πόλεμος δὲν
χάθηκε. «Ἡμεῖς
νικῶμεν, νικώντων τῶν ἄλλων».(ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας). Ρώτησαν ἕναν ἁγιορείτη
μοναχό. Γέροντα ἡ κρίση θὰ
περάσει; Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε:
«Δυστυχῶς παιδί μου θὰ περάσει». Τὰ
ολονύχτια ρεβεγιόν, τὰ πανάκριβα δῶρα,
τὰ διακοποδάνεια, τὸ φάγωμεν, πίωμεν δὲν εἶναι
Χριστούγεννα. Ὁ πρὸ
αἰώνων Θεὸς
τῆς ταπεινῆς
φάτνης, ἄλλα μᾶς
διδάσκει.
«Τιμήσατε τὸν Θεὸν
πλέον τῆς συνηθείας» λέει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ
κρίση εἶναι καὶ
εὐκαιρία νὰ
ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ
πατέρα μας, στὴν ἡλιόλουστη
Ὀρθοδοξία μας, νὰ βροῦμε
τὸν ἑαυτό
μας, νὰ ξαναγίνουμε Ρωμιοί. «Ὅλα τὰ
ἔθνη γιά νὰ
προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρὸς πλὴν
τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ
πρέπει νὰ στραφεῖ
πίσω» ἔλεγε ὁ σοφὸς αθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου. Πίσω, ὄχι ὡς στεῖρος συντηρητισμός, ἀλλὰ ὡς ἀναζήτηση τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ρέει τὸ ὕδωρ
τὸ αλλόμενον εἰς
ζωὴν αἰώνιον,
ὁ Χριστός. Καί, ἂς μοῦ
ἐπιτραπεῖ
ἡ φράση, πολλὰ
ρουσφέτια ζητήσαμε ἀπὸ
διάφορους τὰ προηγούμενα χρόνια. Γιά μᾶς τοὺς
Ὀρθόδοξους μόνο ἕνα ρουσφέτι μᾶς ἐπιτρέπεται.«Ταῖς πρεσβείας τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ σῶσον
ἡμᾶς».
Τὴν μεσιτεία, τὸ «πνευματικὸ
ρουσφέτι» τῆς Θεομάνας μας, ἂς ζητήσουμε γονυπετώς.
Ἡ
Παναγία μας εἶναι ελληνοσώτειρα.
Διαβάζω τὴν ἀφήγηση
τοῦ Γάλλου ἰησουίτη,
περιηγητῆ Richard στὰ
μέσα του 17αι., γιὰ τὴν
ζωὴ τῶν
ὑπόδουλων Ρωμηών.
«Πολλὲς φορὲς
ἀπορῶ
πὼς κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώση
ἡ χριστιανικὴ
πίστη στὴν Τουρκία καὶ
πὼς ὑπάρχουν
στὴν Ἑλλάδα
ἑκατομμύρια Ὀρθόδοξοι.
Καὶ νὰ
σκεφθεῖ κανεὶς
ὅτι οὐδέποτε
ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ τοῦ
Νέρωνος, τοῦ Δομητιανού καὶ τοῦ
Διοκλητιανού ἔχει ὑποστεῖ ὁ
Χριστιανισμὸς διωγμοὺς
σκληρότερους ἀπὸ
αὐτούς, ποὺ
ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία...
Καὶ ὅμως
οἱ Ἕλληνες
εἶναι εὐτυχισμένοι
ποὺ παραμένουν χριστιανοί. Νομίζω πὼς αὐτὸ ὀφείλεται
στὴ λατρεία ποὺ
τρέφουν στὴν Παναγία... Σὲ ὅλα
τὰ σπίτια βλέπεις εἰκόνες τῆς Παναγίας. Εἶναι ὁ
φρουρὸς ἢ
καλύτερα ἡ νοικοκυρὰ
τοῦ σπιτιοῦ.
Σ' αὐτὴν
τὴν εἰκόνα
στρέφουν τὸ βλέμμα, ὅταν
τοὺς συμβεῖ
κάτι κακό, ἱκετεύοντας τὴ
βοήθειά της. Σ' αὐτὴν
ἀπευθύνονται γιὰ νὰ
εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ἂν
μὲ τὴ
δική της μεσολάβηση ἔλθει κάτι καλὸ στὸ
σπιτικὸ τούς... Ὁ
ἴδιος διαπίστωσα μὲ πόση φυσικότητα, μὲ πόση εὐγλωττία
καὶ συγκίνηση μιλοῦν στὶς
οἰκογενειακές τους κουβέντες γι' αὐτὴ
τὴ βασίλισσα τῶν
Οὐρανῶν».
(ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ,
τόμ. 10, Ἀθήνα 1974, σ. 150).
Στὰ σχολεῖα,
ἂς ἀφήσουν
οἱ δάσκαλοι τὶς
«Φρικαντέλες τὶς μάγισσες, ποὺ μισοῦν
τὰ κάλαντα καὶ
διώχνουν τὰ σκουπιδόπαιδα ποὺ τὰ
ψέλνουν» (βιβλίο γλώσσας Ἔ' Δημοτικοῦ,
ἅ' τεῦχος,
σελίδα 26-27), τὶς «συνταγὲς
μαγειρικῆς» κι ἂς
συλλαβίσουν στοὺς μαθητές τους τὰ
μυρίπνοα ἄνθη τῆς
παράδοσής μας. Νὰ τοὺς
μάθουν καὶ κάποιο «τραγούδι τοῦ Θεοῦ»,
ὅπως μᾶς
κανοναρχεῖ καὶ
ὁ μπαρμπα-Ἀλέξανδρος
ὁ Παπαδιαμάντης, τὸ ἀπολυτίκιο
τῶν Χριστουγέννων, τὸ ἐξαίσιο
κοντάκιον «Ἡ Παρθένος σήμερον». Νὰ μπεῖ
ὁ Χριστὸς
στὶς τάξεις, νὰ
«ξεμουχλιάσουν»
οἱ αἴθουσες,
νὰ διασκορπιστοῦν οἱ
ἀναθυμιάσεις τῆς φραγκοεκπαίδευσης, στὴν ὁποία
καταδικάσαμε τὰ παιδιά μας. (Ἐκπαίδευση ποὺ
βγάζει «Ρωμανούς», ἐγωτικὰ
μειράκια, μοσχοαναθρεμμένα ἀπὸ
ἀξιολύπητους γονεῖς, «καταλληλα» γιὰ τὸ
παρανοϊκὸ κράτος).
Αὐτὲς
τὶς ἡμέρες
οἱ μασκαρᾶδες
τῆς τηλεοπτικῆς
κερδεμπορίας, βάλθηκαν νὰ μαγαρίσουν τὰ παιδιὰ
μὲ τὶς
βρωμοδιαφημίσεις τρισάθλιων παιχνιδιῶν.
Ἀντὶ γιά τὸ
ταπεινὸ σπήλαιο τῆς
Βηθλεέμ, ἄνοιξαν τὰ
σπήλαια τοῦ θεοῦ
μαμωνά τῆς κατανάλωσης.
«Τέτοια μασκαριλίκια βλέπουν
κι ἀκοῦνε
τὰ παιδιά μας, κι ἡ ψυχή τους πλάθεται «ἑλληνοπρεπῶς»....
Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Ἄλλες
φορὲς παίδευες τὸν
κόσμο κι ἔκανες παιδιά σου τοὺς ξένους. Μὰ
τώρα ἀπόμεινες άκληρη, γιατί καὶ τὰ
δικά σου παιδιὰ δὲν
θέλουνε νὰ σὲ
ξέρουνε», βροντοφωνάζει ὁ Κόντογλου.
Ἄς
προσθέσω και τὰ προφητικά, ἀπὸ τὸ
1849, λόγια τοῦ περίφημου Μοναχοῦ Κοσμᾶ
Φλαμιάτου, ποὺ ἔχουν
διαχρονικὴ καὶ ἑτεροχρονική ἰσχύ.
Ὁ Κοσμᾶς
Φλαμιάτος στιγματίζει τοὺς Εὐρωπαίους,
τοὺς υἱοὺς τῆς
ἀνομίας τῆς
Δύσεως, ὅπως τοὺς
ὀνομάζει, δηλαδὴ τοὺς παράνομους καὶ πονηροὺς
Εὐρωπαίους, ὡς
τοὺς κύριους αἴτιους
κάθε «κρίσης» καὶ γράφει: (Περιέχεται σὲ ὁμιλία
ποὺ ἐκφώνησε,
τὸ 2013, ἡ
ἐξαιρετικὴ
καθηγήτρια Μαρία Μαντουβάλου, στὴν
Ι.Μ. Ὁσίου Νικοδήμου- κάστρο πραγματικὸ τῆς
Ὀρθοδοξίας, ποὺ δεσπόζει στὸ
ὄρος Πάϊκο τοῦ ν. Κιλκίς - κατὰ τὴν
ἐπέτειο τῆς
Ἅλωσης τῆς
Πόλης). «Ὁ υἱὸς
τῆς ἀνομίας
τῆς Δύσεως εἶναι
ὁ υπερόπτης, ὁ
ἐπηρμένος, ἀλαζονικὸς καὶ
ὑπερφίαλος ἀπατεῶνας καὶ
χλευαστὴς τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας καὶ δραστηριοποιεῖται, μὲ
ὕπουλες κινήσεις, ὥστε νὰ ἀνεβάζει σὲ
ὑψηλὰ
ἀξιώματα καὶ
νὰ ἐπιβραβεύει
μὲ ἀνταμοιβὲς ἄτομα
τῆς ἀπάτης
καὶ τῆς
διαφθορᾶς. Δὲν
ἀναπτύσσει δραστηριότητα μόνο γιὰ νὰ
ψηφίζονται νόμοι ὀλεθριότατοι, ποὺ προκαλοῦν
καταστροφή, φθορὰ καὶ
ἀφανισμό, ἀλλὰ φροντίζει κρυφὰ μὲ
ὕπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες
καὶ δολοπλοκίες νὰ καθιερώνονται πολιτικὰ συστήματα γιὰ τὴν
ἀπονέκρωση καὶ
τὸν πλήρη μαρασμὸ τῆς
γεωργίας, τῆς κτηνοτροφίας, τῆς βιομηχανίας, τῆς ναυτιλίας καὶ τοῦ
ἐμπορίου, ὥστε
μὲ τὴν
γενικὴ ἔνδεια,
τὴν ἔλλειψη
των πρὸς τὸ
ζῆν ἀναγκαίων,
τὴ
φτώχεια καὶ τὴν
πλήρη καταστροφή, οἰκονομικὴ
καὶ ἠθική,
αὐτῶν
ποὺ ἐπιβουλεύεται
καὶ σκευωρεῖ
σὲ βάρος τους, νὰ μπορεῖ
ὁ δόλιος νὰ
ἐνεργεῖ,
ὥστε νὰ
καταδυναστεύεται ὁ λαός, ἐνῶ αὐτὸς ὑποκρίνεται
τὸν φίλο καὶ
σύμμαχο προκειμένου νὰ διορθώσει τὰ
ἐπικείμενα δεινά, τὶς επαπειλούμενες συμφορὲς καὶ
δραστηριοποιεῖται ἔτσι,
ὥστε νὰ
φέρνει χρεοκοπία στὰ ταμεῖα,
ἀλλὰ
καὶ νὰ
ἐνεργεῖ
ὕπουλα καὶ
δόλια, ὥστε νὰ
ἐπιβραβεύονται καὶ νὰ
μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ
Ταμεῖο τοῦ
κράτους καὶ ἀπὸ τοὺς
ἱδρῶτες
τοῦ ἐπιβουλευόμενου
λαοῦ πολλὰ ὄργανα
τῆς προδοσίας».
Δημήτρης Νατσιός,
δάσκαλος-Κιλκὶς
Πλησίασε κάποτε ἕνας Εὐρωπαῖος, ἕνας
Φράγκος, τὸν τροπαιοῦχο
νομπελίστα μας ποιητή, Γιῶργο Σεφέρη, πειράζων αὐτὸν
καὶ λέγων:
«Μά, πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι
εἶστε ἀπόγονοι
τοῦ Λεωνίδα, τοῦ
Θεμιστοκλῆ; Ἀπάντησε
ὁ ποιητής: Ὄχι,
εἴμαστε ἀπόγονοι
μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς
μίλησε ἑλληνικά, ποὺ
προσευχήθηκε
ἑλληνικά, ποὺ
μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν
Ὀδυσσέα, τὸν
Ἡρακλῆ,
τὸν μαρμαρωμένο βασιλιᾶ καὶ
τὸν Παπαφλέσσα,
ποὺ ζύμωνε κάθε Πρωτοχρονιὰ τὴν
βασιλόπιτα καὶ ἔνιωθε
τὴν ψυχή της νὰ
βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά το ξόδι τοῦ νεκροῦ
Θεανθρώπου».
Βαθιὰ θεολογικὴ
ἡ ἀπάντηση
τοῦ ποιητῆ.
Τὸ ἐρώτημα
εἶναι πόσοι ἀπὸ μᾶς
μποροῦν νὰ
δώσουν σήμερα τὴν ἴδια
ἀπόκριση.
Χριστούγεννα: «Ἡ πασῶν
τῶν ἑορτῶν ἐπεδήμησεν
ἑορτὴ
καὶ τὴν
οἰκουμένην εὐφροσύνης
ἐπλήρωσεν. Ἑορτὴ ἡ
τῶν ἁπάντων
ἀκρόπολις, ἡ
πηγὴ καὶ
ἡ ρίζα τῶν
παρ' ἡμῖν
ἀγαθῶν
δι' ἧς ὁ
οὐρανὸς
ηνεώχθη, πνεῦμα κατεπέμφθη, τὰ διεστώτα ἡνώθη,
τὸ σκότος ἐσβέσθη,
τὸ φῶς
ἔλαμψεν, οἱ
δοῦλοι γενόνασιν ἐλεύθεροι, οἱ
ἐχθροὶ
υοί, οἱ ἀλλότριοι
κληρονόμοι...».
Εἶναι λόγια τοῦ
ἁγίου Ἰωάννη
τοῦ Χρυσοστόμου...Ἀπὸ
ἐχθροί,
λέει ὁ ἅγιος,
χάρις στὴν ενανθρώπιση τοῦ Λόγου τοῦ
Θεοῦ, γίναμε υἱοί.
Ὅμως τὰ
τελευταῖα χρόνια ἐγκαταλείψαμε
τὸν πατρικὸ
οίκο και περιπλανιόμαστε στὶς Λόντρες καὶ
τὰ Βερολίνα.
Ἄλλους
ἡ στείρα προγονολατρία, ἄλλους ἡ
ξενομανία καὶ ὁ
ἄκρατος πιθικισμός, ἄλλους ὁ
παρασιτικὸς καταναλωτισμὸς καὶ
τὸ διογκωμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας μᾶς ὁδήγησαν
στὴν περιφρόνηση τοῦ μοναδικοῦ
αὐτοῦ
θησαυροῦ, τῆς
παράδοσης τῆς Ρωμηοσύνης. Γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό.
Μιᾶς οἰκονομικῆς κατάρρευσης καὶ κρίσης προηγεῖται μιὰ
πνευματικὴ ἧττα.
Ἡττηθήκαμε, γιατί ξεχάσαμε τὸ ρωμαίικο ἦθος.
Τὸ ἦθος
αὐτὸ
εἶναι ἡ
«ἔντιμος πενία» τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ καθαρὸ
μέτωπο τῶν γονέων μας, τὸ δόξα τῷ
Θεῷ τῶν
παππούδων μας, τὸ χιλιοτραγουδισμένο φιλότιμο τοῦ λαοῦ
μας. Ἡττηθήκαμε, μὰ
ὁ πόλεμος δὲν
χάθηκε. «Ἡμεῖς
νικῶμεν, νικώντων τῶν ἄλλων».(ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας). Ρώτησαν ἕναν ἁγιορείτη
μοναχό. Γέροντα ἡ κρίση θὰ
περάσει; Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε:
«Δυστυχῶς παιδί μου θὰ περάσει». Τὰ
ολονύχτια ρεβεγιόν, τὰ πανάκριβα δῶρα,
τὰ διακοποδάνεια, τὸ φάγωμεν, πίωμεν δὲν εἶναι
Χριστούγεννα. Ὁ πρὸ
αἰώνων Θεὸς
τῆς ταπεινῆς
φάτνης, ἄλλα μᾶς
διδάσκει.
«Τιμήσατε τὸν Θεὸν
πλέον τῆς συνηθείας» λέει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ
κρίση εἶναι καὶ
εὐκαιρία νὰ
ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ
πατέρα μας, στὴν ἡλιόλουστη
Ὀρθοδοξία μας, νὰ βροῦμε
τὸν ἑαυτό
μας, νὰ ξαναγίνουμε Ρωμιοί. «Ὅλα τὰ
ἔθνη γιά νὰ
προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρὸς πλὴν
τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ
πρέπει νὰ στραφεῖ
πίσω» ἔλεγε ὁ σοφὸς αθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου. Πίσω, ὄχι ὡς στεῖρος συντηρητισμός, ἀλλὰ ὡς ἀναζήτηση τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ρέει τὸ ὕδωρ
τὸ αλλόμενον εἰς
ζωὴν αἰώνιον,
ὁ Χριστός. Καί, ἂς μοῦ
ἐπιτραπεῖ
ἡ φράση, πολλὰ
ρουσφέτια ζητήσαμε ἀπὸ
διάφορους τὰ προηγούμενα χρόνια. Γιά μᾶς τοὺς
Ὀρθόδοξους μόνο ἕνα ρουσφέτι μᾶς ἐπιτρέπεται.«Ταῖς πρεσβείας τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ σῶσον
ἡμᾶς».
Τὴν μεσιτεία, τὸ «πνευματικὸ
ρουσφέτι» τῆς Θεομάνας μας, ἂς ζητήσουμε γονυπετώς.
Ἡ
Παναγία μας εἶναι ελληνοσώτειρα.
Διαβάζω τὴν ἀφήγηση
τοῦ Γάλλου ἰησουίτη,
περιηγητῆ Richard στὰ
μέσα του 17αι., γιὰ τὴν
ζωὴ τῶν
ὑπόδουλων Ρωμηών.
«Πολλὲς φορὲς
ἀπορῶ
πὼς κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώση
ἡ χριστιανικὴ
πίστη στὴν Τουρκία καὶ
πὼς ὑπάρχουν
στὴν Ἑλλάδα
ἑκατομμύρια Ὀρθόδοξοι.
Καὶ νὰ
σκεφθεῖ κανεὶς
ὅτι οὐδέποτε
ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ τοῦ
Νέρωνος, τοῦ Δομητιανού καὶ τοῦ
Διοκλητιανού ἔχει ὑποστεῖ ὁ
Χριστιανισμὸς διωγμοὺς
σκληρότερους ἀπὸ
αὐτούς, ποὺ
ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία...
Καὶ ὅμως
οἱ Ἕλληνες
εἶναι εὐτυχισμένοι
ποὺ παραμένουν χριστιανοί. Νομίζω πὼς αὐτὸ ὀφείλεται
στὴ λατρεία ποὺ
τρέφουν στὴν Παναγία... Σὲ ὅλα
τὰ σπίτια βλέπεις εἰκόνες τῆς Παναγίας. Εἶναι ὁ
φρουρὸς ἢ
καλύτερα ἡ νοικοκυρὰ
τοῦ σπιτιοῦ.
Σ' αὐτὴν
τὴν εἰκόνα
στρέφουν τὸ βλέμμα, ὅταν
τοὺς συμβεῖ
κάτι κακό, ἱκετεύοντας τὴ
βοήθειά της. Σ' αὐτὴν
ἀπευθύνονται γιὰ νὰ
εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ἂν
μὲ τὴ
δική της μεσολάβηση ἔλθει κάτι καλὸ στὸ
σπιτικὸ τούς... Ὁ
ἴδιος διαπίστωσα μὲ πόση φυσικότητα, μὲ πόση εὐγλωττία
καὶ συγκίνηση μιλοῦν στὶς
οἰκογενειακές τους κουβέντες γι' αὐτὴ
τὴ βασίλισσα τῶν
Οὐρανῶν».
(ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ,
τόμ. 10, Ἀθήνα 1974, σ. 150).
Στὰ σχολεῖα,
ἂς ἀφήσουν
οἱ δάσκαλοι τὶς
«Φρικαντέλες τὶς μάγισσες, ποὺ μισοῦν
τὰ κάλαντα καὶ
διώχνουν τὰ σκουπιδόπαιδα ποὺ τὰ
ψέλνουν» (βιβλίο γλώσσας Ἔ' Δημοτικοῦ,
ἅ' τεῦχος,
σελίδα 26-27), τὶς «συνταγὲς
μαγειρικῆς» κι ἂς
συλλαβίσουν στοὺς μαθητές τους τὰ
μυρίπνοα ἄνθη τῆς
παράδοσής μας. Νὰ τοὺς
μάθουν καὶ κάποιο «τραγούδι τοῦ Θεοῦ»,
ὅπως μᾶς
κανοναρχεῖ καὶ
ὁ μπαρμπα-Ἀλέξανδρος
ὁ Παπαδιαμάντης, τὸ ἀπολυτίκιο
τῶν Χριστουγέννων, τὸ ἐξαίσιο
κοντάκιον «Ἡ Παρθένος σήμερον». Νὰ μπεῖ
ὁ Χριστὸς
στὶς τάξεις, νὰ
«ξεμουχλιάσουν»
οἱ αἴθουσες,
νὰ διασκορπιστοῦν οἱ
ἀναθυμιάσεις τῆς φραγκοεκπαίδευσης, στὴν ὁποία
καταδικάσαμε τὰ παιδιά μας. (Ἐκπαίδευση ποὺ
βγάζει «Ρωμανούς», ἐγωτικὰ
μειράκια, μοσχοαναθρεμμένα ἀπὸ
ἀξιολύπητους γονεῖς, «καταλληλα» γιὰ τὸ
παρανοϊκὸ κράτος).
Αὐτὲς
τὶς ἡμέρες
οἱ μασκαρᾶδες
τῆς τηλεοπτικῆς
κερδεμπορίας, βάλθηκαν νὰ μαγαρίσουν τὰ παιδιὰ
μὲ τὶς
βρωμοδιαφημίσεις τρισάθλιων παιχνιδιῶν.
Ἀντὶ γιά τὸ
ταπεινὸ σπήλαιο τῆς
Βηθλεέμ, ἄνοιξαν τὰ
σπήλαια τοῦ θεοῦ
μαμωνά τῆς κατανάλωσης.
«Τέτοια μασκαριλίκια βλέπουν
κι ἀκοῦνε
τὰ παιδιά μας, κι ἡ ψυχή τους πλάθεται «ἑλληνοπρεπῶς»....
Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Ἄλλες
φορὲς παίδευες τὸν
κόσμο κι ἔκανες παιδιά σου τοὺς ξένους. Μὰ
τώρα ἀπόμεινες άκληρη, γιατί καὶ τὰ
δικά σου παιδιὰ δὲν
θέλουνε νὰ σὲ
ξέρουνε», βροντοφωνάζει ὁ Κόντογλου.
Ἄς
προσθέσω και τὰ προφητικά, ἀπὸ τὸ
1849, λόγια τοῦ περίφημου Μοναχοῦ Κοσμᾶ
Φλαμιάτου, ποὺ ἔχουν
διαχρονικὴ καὶ ἑτεροχρονική ἰσχύ.
Ὁ Κοσμᾶς
Φλαμιάτος στιγματίζει τοὺς Εὐρωπαίους,
τοὺς υἱοὺς τῆς
ἀνομίας τῆς
Δύσεως, ὅπως τοὺς
ὀνομάζει, δηλαδὴ τοὺς παράνομους καὶ πονηροὺς
Εὐρωπαίους, ὡς
τοὺς κύριους αἴτιους
κάθε «κρίσης» καὶ γράφει: (Περιέχεται σὲ ὁμιλία
ποὺ ἐκφώνησε,
τὸ 2013, ἡ
ἐξαιρετικὴ
καθηγήτρια Μαρία Μαντουβάλου, στὴν
Ι.Μ. Ὁσίου Νικοδήμου- κάστρο πραγματικὸ τῆς
Ὀρθοδοξίας, ποὺ δεσπόζει στὸ
ὄρος Πάϊκο τοῦ ν. Κιλκίς - κατὰ τὴν
ἐπέτειο τῆς
Ἅλωσης τῆς
Πόλης). «Ὁ υἱὸς
τῆς ἀνομίας
τῆς Δύσεως εἶναι
ὁ υπερόπτης, ὁ
ἐπηρμένος, ἀλαζονικὸς καὶ
ὑπερφίαλος ἀπατεῶνας καὶ
χλευαστὴς τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας καὶ δραστηριοποιεῖται, μὲ
ὕπουλες κινήσεις, ὥστε νὰ ἀνεβάζει σὲ
ὑψηλὰ
ἀξιώματα καὶ
νὰ ἐπιβραβεύει
μὲ ἀνταμοιβὲς ἄτομα
τῆς ἀπάτης
καὶ τῆς
διαφθορᾶς. Δὲν
ἀναπτύσσει δραστηριότητα μόνο γιὰ νὰ
ψηφίζονται νόμοι ὀλεθριότατοι, ποὺ προκαλοῦν
καταστροφή, φθορὰ καὶ
ἀφανισμό, ἀλλὰ φροντίζει κρυφὰ μὲ
ὕπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες
καὶ δολοπλοκίες νὰ καθιερώνονται πολιτικὰ συστήματα γιὰ τὴν
ἀπονέκρωση καὶ
τὸν πλήρη μαρασμὸ τῆς
γεωργίας, τῆς κτηνοτροφίας, τῆς βιομηχανίας, τῆς ναυτιλίας καὶ τοῦ
ἐμπορίου, ὥστε
μὲ τὴν
γενικὴ ἔνδεια,
τὴν ἔλλειψη
των πρὸς τὸ
ζῆν ἀναγκαίων,
τὴ
φτώχεια καὶ τὴν
πλήρη καταστροφή, οἰκονομικὴ
καὶ ἠθική,
αὐτῶν
ποὺ ἐπιβουλεύεται
καὶ σκευωρεῖ
σὲ βάρος τους, νὰ μπορεῖ
ὁ δόλιος νὰ
ἐνεργεῖ,
ὥστε νὰ
καταδυναστεύεται ὁ λαός, ἐνῶ αὐτὸς ὑποκρίνεται
τὸν φίλο καὶ
σύμμαχο προκειμένου νὰ διορθώσει τὰ
ἐπικείμενα δεινά, τὶς επαπειλούμενες συμφορὲς καὶ
δραστηριοποιεῖται ἔτσι,
ὥστε νὰ
φέρνει χρεοκοπία στὰ ταμεῖα,
ἀλλὰ
καὶ νὰ
ἐνεργεῖ
ὕπουλα καὶ
δόλια, ὥστε νὰ
ἐπιβραβεύονται καὶ νὰ
μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ
Ταμεῖο τοῦ
κράτους καὶ ἀπὸ τοὺς
ἱδρῶτες
τοῦ ἐπιβουλευόμενου
λαοῦ πολλὰ ὄργανα
τῆς προδοσίας».
Δημήτρης Νατσιός,
δάσκαλος-Κιλκὶς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου