Labels

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Οι τρελοί μας


Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 29/1/2017
«ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ»


Ήταν άνοιξη του 1900, όταν ο Ανδρέας Χρυσάνθης, ……. δημοσιογράφος, ρεπόρτερ και αρχισυντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων, αποφάσιζε να ασχοληθεί με τους τρελούς της πόλης.
Η έρευνα που πραγματοποίησε δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Οι τρελοί μας» και υπότιτλους «Εγέμσεν η Αθήνα - Η γενική παραμάνα των - Τίποτε δι’ αυτούς; - Από τι πάσχουν».
Ήταν η εποχή κατά την οποία οι δομές πρόνοιας ήταν ανύπαρκτες. Τα καθήκοντα «γενικής παραμάνας των δυστυχών τούτων» είχε αναλάβει η Αστυνομία. Είτε τους μάζευε από τους δρόμους είτε εκείνοι κατέφευγαν για προστασία στις εγκαταστάσεις της.

Υπήρχε, όμως, και ένας που παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με την περίπτωση Σώρρα που βιώνουμε στις ημέρες μας.
Εκείνος που συνάντησε ο δημοσιογράφος πριν από 117 χρόνια ονομαζόταν Μιλτιάδης.
 Ήταν ένας Έλληνας ομογενής από την Αίγυπτο. Τον αδίκησε η Ιστορία και δεν μας παρέδωσε έστω ένα σκίτσο του.
Πενηντάρης, ευτραφής και επιμελώς ντυμένος έπασχε από μεγαλομανία. Νόμιζε ότι ήταν πάμπλουτος και ήθελε να διαθέσει τον πλούτο του υπέρ της πατρίδος. Αλλά εκείνος δεν ήταν απατεώνας. Απλώς βαρεμένος...

«Έχω σκοπό να αγοράσω δύο χιλιάδες θωρηκτά για να κάνουμε στόλο» δήλωνε στον δημοσιογράφο τον οποίο συνάντησε στο γραφείο του αστυνόμου Διοσκουρίδη.
«Μα χρειάζονται πολλά χρήματα» τραύλισε δειλά - δειλά ο Αν. Χρυσάνθης.
«Αυτό δεν με μέλλει, πάντοτε θα μου μείνουν αρκετά και για τον Στρατό» του απάντησε εκείνος.
«Θα έχουμε και Στρατό;»
«Μα πώς όχι δύο ή τρία εκατομμύρια νομίζω ότι αρκούν» απάντησε ο ευτραφής ομογενής, ο οποίος στη συνέχεια βυθίστηκε σε υπολογισμούς και με τα μάτια στραμμένα στο πάτωμα.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και έπειτα από περίσκεψη τινάχτηκε στον αέρα και άρχισε να λέει πως εκείνος ανελάμβανε την ευθύνη να διαθέσει τα ατελείωτα εκατομμύριά του για να καλύψει τις επιπτώσεις από τον ατυχή πόλεμο του 1897 που είχε προηγηθεί και την επιβολή του Διεθνούς Ελέγχου.

Τότε τον λυπήθηκαν οι άνδρες του Τμήματος, τον έδεσαν για να μην κάνει κακό στον εαυτό του, του πήραν τη λωρίδα και τα κορδόνια και τον κατέβασαν στο υπόγειο, κάνα δύο ημέρες, να ηρεμήσει.