Labels

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Οι κομπανίες. Κοζανίτες στις παλαιές παροικίες Ουγγαρίας και Αυστρίας





Δημοσιεύουμε, σε νεοελληνική απόδοση, αποσπάσματα από το βιβλίο του φιλολόγου Παναγιώτη Λιούφη Ιστορία της Κοζάνης, έκδοση 1924.
Η τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, κοντά στην παλιά γέφυρα. Δεκάδες
παλαιά χωριά και οικισμοί καλύφτηκαν κάτω απ’ τα νερά του Αλιάκμονα.
Στο ιστορικό μέρος συνοπτικά αναφερθήκαμε στα περί σύστασης Κομπανιών στην Ουγγαρία και την Αυστρία, στις οποίες είχαν εγκαίρως ιδρυθεί Παροικίες Ελληνικές, κατά το πλείστον συνιστάμενες από Μακεδόνες· στις παροικίες αυτές αναφαίνονται ονόματα Κοζανιτών που δραστηριοποιήθηκαν επαρκώς και αποδείχθηκαν και στην πατρίδα ωφέλιμοι. Συμπληρωματικά, διαπραγματευόμαστε τώρα τα σχετικά με τις Κομπανίες στις Παροικίες και προσθέτουμε σύντομες σημειώσεις για κάποιους συμπολίτες μας, και γενικά για τη δράση των Ελληνομακεδονικών Παροικιών, σταχυολογώντας και χρήσιμες πληροφορίες από τα δημοσιεύματα του Σπ. Λάμπρου (Ελληνομνήμων, τομ. Η’, τεύχος Γ’ και Δ’ 1911).
Οι Κομπανίες ήταν αδελφότητες πραματευτών και άλλων επαγγελματιών Ελλήνων στις παροικίες της Ουγγαρίας, στην Αυστρία και τις παραδουνάβιες χώρες. Αυτές, συγκροτημένες το πλείστον από Μακεδόνες, είχαν ακέραια τη συνείδηση ότι τα μέλη τους συνανήκαν εις αλλήλα, και [πίστευαν] σε μία ιδέα, αυτή της δεδουλωμένης πατρίδας ή τουλάχιστον της Ορθοδόξης Ελλ. θρησκείας, την οποία αντιπροσωπεύει ορθόδοξος ιερέας και δική τους Εκκλησία· είναι δε το εμπόριο τους οργανωμένο και κανονισμένες οι σχέσεις τους προς την ξενίζουσα πολιτεία. Οι Έλληνες και βέβαια οι Μακεδόνες –κατά το πλείστον απ’ τη Δυτική Μακεδονία- για ν’ αποφύγουν τον βαρύ τουρκικό ζυγό μετανάστευαν παμπληθείς σε ξένες χώρες, κατ’ εξοχήν στην Αυστρία και την Ουγγαρία, ζητώντας να απολαύσουν τα αγαθά της ευνομίας και του πολιτισμού, σε μέρες κατά τις οποίες η μεν πατρίδα έπασχε δουλεύουσα, οι δε χώρες εκείνες είχαν στο μεταξύ προαχθεί και πρόκοψαν, αφού είχαν τα ευεργετήματα της ελευθερίας. Οι νέες αυτές εγκαταστάσεις στις χώρες εκείνες, οι οποίες απέβησαν αληθινές παροικίες Ελληνικές και σχηματίστηκαν Κοινότητες δρώσες, δεν συγκροτήθηκαν ξαφνικά, αλλά συν τω χρόνω, αρχίζοντας από μεμονωμένες αποδημίες τολμηρών μεταναστών, βαθμηδόν ενισχύθηκαν κι έγιναν ακμαίοι Κοινοτικοί οργανισμοί. Και πρωτύτερα μεν σποραδικά εμφανίστηκαν, αλλά ιδιαίτερα από το 1656 ξεκίνησε η ζωηρότερη κίνηση, η οποία επεκτάθηκε από το 1725 -1775, οπότε άρχισε λίγο να ελαττώνεται η προηγούμενη ζωηρή τάση για αποδημία.  Περίεργο δε είναι, ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις άρχισαν από την Τρανσυλβανία, αφού χορηγήθηκαν ειδικά προνόμια στους λίγους πρώτους απόδημους απ’ τη Μακεδονία και σε άλλους ορθόδοξους Έλληνες από τον Γεώργιο Α’ Ρακόζη (Rakozy), ο οποίος ήταν ηγεμόνας απέραντων εκτάσεων· επί ηγεμονίας δε του Γεωργίου Β’, που ανακηρύχθηκε επικυρίαρχος της Μολδαβίας και της Βλαχίας, πληθαίνουν ακόμα περισσότερο οι εγκαταστάσεις και οι Ελλ. Κοινότητες εμφανίζουν ζωηρή δραστηριότητα σε διάφορες πόλεις και χωριά της Τρανσυλβανίας. Από το αρχείο Rakoczy μαθαίνουμε ότι το 1656 υπήρχε στο Libinτης Βοημίας Ελληνική Κοινότητα εμπόρων, ενώ βρίσκονται εγκατεστημένοι Έλληνες έμποροι σε χωριά και πόλεις της Τρανσυλβανίας και της Μοραβίας, όπως στο Albocoralina, Szasz-Regen, Nagy-Enyved, Thorda (Thoremburg), Kolos, Bistriz, Szamos-Uswar, Medlitz, Schassburg (Segesvar), Vasarbely, Radnoth, NagySink, Axona, Coroncas, Nagy-Varantzκαι Bungard.
Επιφανέστατη των Ελλ. Κοινοτήτων που συστάθηκαν υπό την προστασία του οίκου Ρακόζη ήταν αυτή στο ουγγρικό πόλισμα Τοκάι ή υπό ελληνικόν τύπον Τοκάια ή Τουκάια. Οι Μακεδόνες του Τοκάι συναποτελούσαν το 1769 Κομπανία, δηλαδή ιδιαίτερη εμπορική Κοινότητα, της οποίας προεστός το έτος εκείνο ήταν ο μεγαλέμπορος απ’ την Κοζάνη Ιωάννης Κόντης, ο οποίος έφερε και οικόσημο στη σφραγίδα του κι ανήκε στους επιφανείς Μακεδόνες. Ομοίως, από τους σπουδαιότερους παράγοντες της Τοκάιας ήταν ο Γεώργιος Στάμου Πρέτζος απ’ την Κοζάνη, ο οποίος και όταν ζούσε στην Τοκάια και παρεπιδημών στην Κεραστούρη της Ουγγαρίας, φαίνεται με μεγάλη δύναμη και επωνυμείται άρχων.
Στην πόλη Nagy-Varantzαναφέρεται ο Κοζανίτης έμπορος εντιμότατος Κυρ Ιωάννης Δημ. Μαυροζούμαινας. Στην κομητεία Csongard, όπου ανήκε η πόλη Szentesεμπορεύονται αρκετοί απ’ την Κοζάνη, όπως οι Νικόλαος Νάστος, Αλέξιος Γιάννος και Νικόλαος. Σημαντικός δε εμπορικός παράγοντας υπήρξε ο Θεόδωρος Πηγαδάς απ’ την Κοζάνη.
Στην κυρίως Ουγγαρία, Ελληνικές ορθόδοξες Κοινότητες εγκαθιδρύθηκαν γύρω στις 30, απ’ τις οποίες κυριότερες ήταν από τον Νότο προς τον Βορρά οι κοινότητες Ζέμονος ή Σέμλινου, του Neusatz, της Τεμεσεβάρης, του Szegedin, του Kecskemet, του Debreczen, της Βουδαπέστης, του Miscolczκαι του Πρεσβούργου. Με το πέρασμα του χρόνου, από τις παροικίες αυτές η Βούδα και η Πέστη έγιναν πολυπληθείς, κι από το 1872 ενώθηκαν διοικητικά και αποτέλεσαν τη Βουδαπέστη, την πρωτεύουσα της Ουγγαρίας.
Οι Έλληνες δε της Βουδαπέστης διενεργούσαν μέγα εμπόριο, κι όταν αργότερα αναπτύχθηκε το εμπόριο της Βιέννης με τις Ελληνικές χώρες, χρησίμευσαν ως αποστολείς των εμπορευμάτων που στέλνονταν από εκεί προς τη Χερσόνησο του Αίμου και τανάπαλιν. Χάρη σ’ αυτό το διαμετακομιστικό εμπόριο είχε διοργανωθεί σύστημα που λειτουργούσε με πολύ ικανοποιητικούς ρυθμούς για την αποστολή κυρίως νημάτων και βάμβακος. Δια των σπεδιτόρων και κομμισονάρων της Βουδαπέστης, Τεμεσβάρης κλπ. το εμπόριο διεξαγόταν κανονικά· διότι ο οργανισμός τέτοιων εμπορικών συνεταιρισμών  διατηρούσε ικανότατους (δεξιούς) και αφοσιωμένους αμαξάδες, μεταφορείς, πλοιάρχους έμπειρους στην ποταμοπλοΐα, σταθερά τιμολόγια των προμηθειών (Προβιζιόνων), και επιτήδειους πράκτορες· η απόλυτη τιμιότητα δε όφειλε να είναι η βάση της εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, κι ο τίτλος εντιμότατος και τιμιώτατος δεν ήταν απλή τιμητική έκφραση για τους πραματευτές, αλλά ουσιώδης χαρακτηρισμός.
Τα δε είδη των εμπορευμάτων ήταν ποικίλα προιόνταν των χωρών και των πόλεων απ’ τις οποίες προέρχονταν. Τα εμπορεύματα απ’ την Κοζάνη συνήθως ήταν νήματα λευκά και κόκκινα λινά, αλατζάδες, τάπητες μαγειρείων και τραπέζης, (Kotzen), οθόνες παντοίων χρωμάτων (πανιά), κοινό μετάξι, κρόκκος, οίνοι, όσπρια, μαλλιά, βαμβάκι, αιγόμαλα, δέρματα, γούνες, μαλλωτά υφάσματα κλπ.
Η Ελληνική Κοινότητα Βουδαπέστης εκκλησιαστικά ήταν εξαρτημένη από τον Ορθόδοξο Επίσκοπο Βουδιμίου· εκκλησιαζόταν δε μαζί (κοινή) με τους Σέρβους στη Σερβική Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου μέχρι το 1790, όταν οι Έλληνες προχώρησαν στο κτίσιμο δικής τους Εκκλησίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία εγκαινιάστηκε  την 15η Αυγούστου 1790 από τον Έλληνα Επίσκοπο Βούδας Διονύσιο Πόποβιτς (Παπαϊωαννούση), που καταγόταν απ’ την Κοζάνη. Ο ναός ιδρύθηκε με δαπάνες 110.000 φρ. από εισφορές περίπου 200 Ελλήνων, στους οποίους πρωτοστατούσαν Μακεδόνες απ’ τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κοζάνη, τη Σιάτιστα και τα Βιτώλια· δεύτερος ιεράτευσε στην Εκκλησία αυτή ο Χαρίσιος Παπα – Σακελλίων. 
Η Ελληνική Κοινότητα Βουδαπέστης εκκλησιαστικά ήταν
εξαρτημένη από τον Ορθόδοξο Επίσκοπο Βουδιμίου
Όσοι ανήκαν σ’ αυτές τις εμπορικές ενώσεις (Κομπανίες) όφειλαν να μεριμνούν και να ενδιαφέρονται επιπλέον για τα ευαγή ιδρύματα στις υπόδουλες πατρίδες τους, απ’ όπου προερχόταν ο καθένας, δηλαδή για σχολεία, ναούς, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία και λοιπούς κοινωφελείς οργανισμούς. Αλλά, μολονότι είχαν τις υποχρεώσεις τους προς τη χώρα που διαβιούσαν και πλούτισαν, ή τουλάχιστον απολάμβαναν τα αγαθά της ευτυχίας, και ενίοτε έτυχαν αξιόλογες τιμές, δεν έπαυαν ν’ αναλογίζονται ότι θα ήταν οπωσδήποτε ξένοι εν γη ξένη, αν μη ήσαν στερρώς συμπαγείς προς αλλήλους, κι αν δεν τηρούσαν πιστά άλλες υποχρεώσεις, ακόμη ιερότερες, όπως εκείνες προς τη θρησκεία και την πατρίδα τους. Γέννημα μεν των υποχρεώσεων τους προς τη θρησκεία υπήρξε η μέριμνα για την ανέγερση δικής τους Εκκλησίας και την ταφή των οικογενειών κατά τα νόμιμα της Ορθοδοξίας· η δε πατρίδα φαινόταν σ’ αυτούς όχι με τη στενή έννοια της γενέτειρας· ήταν η πατρίδα εκείνη, την έννοια της οποίας είχε διευρύνει η δουλεία, συσφίγγοντας με αδιάρρηκτους δεσμούς τους συνανήκοντες σ’ αυτήν, δηλαδή τη μεγάλη οικογένεια των ομόφυλων και ταυτόχρονα ομόθρησκων, η οποία έτεινε να επαναφέρει την αίγλη του Γένους που ξέπεσε και αναζωπύρωνε γλυκά όνειρα για τη μέλλουσα Εθνική Παλιγγενεσία. Χαρακτηριστικό δε της φιλοπατρίας τους προβάλλει το ευγενές ήθος, σύμφωνα με το οποίο οι συγγενείς των θανόντων, θεωρώντας οιονεί καύχημα την καταγωγή τους απ’ τη Μακεδονία, μνημονεύουν ρητά τη γενέτειρα των οικείων νεκρών. Σημειώνουμε παρακάτω ονόματα Κοζανιτών που πέθαναν στα ξένα:
2) Ώδε κείται ο δούλος του Θεού Ιωάννης Χρήστου Πλατώνης Κοζανίτης εκ Μακεδονίας· έζησε χρόνους 29· ανεπαύθη έτει 1771 εις Πέσταν Νοεμβρίου 22. Αιωνία η μνήμη.
4) Θέλεις να μάθεις τις εστίν ο ώδε τεθαμμένος;
Και πώς μεν ωνομάζετο, που δ’ ήτο γεννημένος;
Γνώθι ότι Γεώργιος υπήρχε κεκλημένος.
Του Γούση Μίσιου υιός πολλά ηγαπημένος.
Κοζάνης ήτο γέννημα· θρέμμα Μακεδονίτης.
Ος είθε γένοιτο Χριστέ και Ουρανοπολίτης.
Εν έτει σωτηρίω 1722 Μαρτίου 10.
6) Το παρόν κοιμητήριον υπάρχει του Ιωάννου Δημητρίου Διδασκάλου
Από Κοζάνης… κατά το έτος 1797. Ανεπαύθη τη 2 Δεκεμβρίου 1799.
10) Ενθάδε κείται ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος Νικολάου Βαϊενά ο εκ Κοζάνης, όστις ζήσας έτη 35 ανεπαύθη εν Κυρίω τω 1799 έτει σωτηρίω τη ς’ Σεπτεμβρίου εν Πέστα.
17) Ενθάδε κείται ο δούλος του Θεού  Γεώργιος Νικολάου Βαϊενά ο εκ Κοζάνης, όστις ζήσας έτη 48 ανεπαύθη εν Κυρίω τω 1808 έτει σωτηρίω τη 13 Μαρτίου εν Πέστα.
Στίχοι ιαμβικοί επιτάφιοι
Λίθος κυλισθείς εκ τάφου Κυρίου
Κάλυψε νεκρόν ζώντα τον Βουδιμίου
Πολυτάλαν όντα πριν Βελιγραδίου
Διονύσιον τουπίκλην Ποποβίκην
Πεντηκοντούτην Μακεδονοσερβίτην
Πιστόν Θεώ τ’ άνακτι Ποιμαρχιθύτην.
Εν Πέστη 1800 Ιουλίου.
Ενθάδε κείται ξένος θανών εν ξένη
Ο εκ Κοζάνης Δημήτριος Αγόρα
…………………………………………….
ανεπαύθη εν Κυρίω έτει 1809 Μαΐου 13.
Σπουδαιότατη δε επιτύμβια επιγραφή, η υπ’ αριθμόν 19, γραμμένη με χρυσά γράμματα στη λατινική γλώσσα [διατηρείται] έξω από την ελληνική Εκκλησία επί μεγάλου λίθου, πάνω απ’ τον οποίο βρίσκεται το οικόσημο του νεκρού· η επιγραφή αυτή του Χριστόφορου Νιάκου ή Νάκου, ενός επιφανέστατου άνδρα, αποτελείται από 53 στίχους. Η επισκόπηση των επιτάφιων επιγραφών αποδεικνύει τον ακραιφνή Ελληνισμό των εκ Μακεδονίας πάροικων της Βουδαπέστης, γεννά δε και άξιες λόγου πατριωτικές συγκινήσεις.

*Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός. Εργάζεται στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.