Labels

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Η Μάχη του Κιλκίς

Μάχη το Κιλκίς (21-6-1913)



Το Δημητρίου Νατσιο, Δασκάλου – Θεολόγου
«λα τά εχα προβλέψει, τά εχα σκεφθε, λα κτός πό τήν τρέλλα τν λλήνων». Εναι λόγια το Νικολάου βανώφ, ντιστρατήγου, διοικητ τς 2ης Βουλγαρικς Στρατις, μετά τήν ττα του στό Κιλκίς. Χωρίς νά τό γνωρίζει Βούλγαρος στρατηγός παναλαμβάνει τά λόγια το θρυλικο Γέρου το Μοριά, το Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πού λεγε λίγα χρόνια μετά τήν γιασμένη πανάσταση το ’21: « κόσμος μς λεγε τρελλούς. μες, ν δέν μεθα τρελλοί, δέν κάναμεν τήν πανάστασιν, διατί θέλαμεν συλλογισθ πρτον διά πολεμοφόδιαν, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθκες μας, τά μαγαζιά μας, θέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τν δικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη. Τώρα που νικήσαμεν, που τελιώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, παινόμεθα. ν δέν ετυχούσαμεν, θέλαμεν τρώγει κατάρες ναθέματα…» («παντα περί Κολοκοτρωναίων», κ. «ΙΔΕΒ», σελ. 215) Ναί, δια «τρέλλα», ρωισμός, «νηφάλιος μέθη» τν λλήνων, φανερώθηκε καί στή Σαλαμίνα καί στήν Πόλη καί στό Μεσολλόγι καί στό νδοξο ’40. 

ελληνική στορία χει μία διοτυπία, μοναδική σως στήν οκουμένη. Εναι στορία διάλειπτων γώνων γιά πιβίωση. Μλον τς ριδος ο γεωγραφικές στίες του στή συμβολή δύο πείρων, ντιμετωπίζουν εσβολές, πιθέσεις, κατοχές καί φρικτές σκλαβιές, ρημώσεις κατά...
τήν διάρκεια διάκοπων πεκτατικν ξορμήσεων πό λα τά σημεα το ρίζοντα. λοι τίς διεκδικον, λοι τίς ποδοπατον μέ τά στίφη τους. λέθεται λληνισμός, «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» στίς μυλόπετρες τς στορίας, λλά «… δού ζμεν». Ή, πως ραία τό διατύπωσε στρατηγός Μακρυγιάννης στά «πομνημονεύματά» του: «τι ρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ς τώρα, λα τά θερία πολεμον νά μς φνε καί δέν μπορονε· τρνε πό μας καί μένει καί μαγιά…». 
 πό τήν δια τήν μαγιά τν ρώων το ’21 ταν φτιαγμένοι καί ο μαχητές τν Βαλκανικν πολέμων, ο ποοι εναι συνέχεια τς μεγάλης πανάστασης. κατό περίπου χρόνια μετά, τό Γένος, δραζόμενο στήν λαϊκή μοψυχία: «λληνας μοφρονέοντας… χαλαπούς εναι περιγίγνεσθαι», ταν μονοον ο λληνες εναι νίκητοι διαλαλε ρόδοτος («στορία» ΙΧ, 2) χάρις καί στήν θυσία τν παλληκαριν το Μακεδονικο γώνα, διπλασιάζει τά φτερά του. 

 Ο Βαλκανικοί Πόλεμοι το 1912-13 εναι πελευθερωτικοί πόλεμοι. Καί στρατός μας λευθέρωνε σκλάβους Ρωμηούς, ο ποοι γιά 500 καί πλέον χρόνια διατήρησαν σβεστη τήν θνική τούς συνείδηση, γιατί –αναμφίλεκτη λήθεια ατό– κρατήθηκαν πό «τό μφιο» τς λληνοσώτειρας κκλησίας μας.

 Στίς 30 Αγούστου το 1907 λαός τς Δράμας ποχαιρετ τόν θνο-ιερομάρτυρα πίσκοπο Χρυσόστομο, πού δευε γιά τόν τόπο το μαρτυρίου του, τήν αματοκυλισμένη Σμύρνη. Λίγο πρίν τήν πιβίβασή του στό τρένο, δημογέροντας Νίκας, προσφωνόντας τον, ψώνει τήν φωνή του, ρθώνει τήν λεβέντικη κορμοστασιά του, τενίζει γέρωχα τόν ποιμενάρχη καί το φωνάζει: «Δέσποτα, μς παρέλαβες λαγούς καί μς καμες λιοντάρια. Μείνε συχος. Θά γίνει τό θέλημά σου.» (Ν. Βασιλειάδη: «Γιά τήν λευθερία», σελ. 265) κκλησία στάθηκε Κυρηναος το Γένους σ’ λη τήν πολυαίωνη σκλαβιά, ατή, μέ τούς τρόμητους Μητροπολίτες της, ταν ψυχή το Μακεδονικο γώνα. ς τό θυμονται ατό σοι κκλησιομάχοι κουνον σήμερα τό δάχτυλο καί βυσσοδομον κατά τς μωμήτου πίστεώς μας.

 λεγε μεταξύ λλων μεγάλος λογοτέχνης μας Στρατής Μυριβήλης, σέ μιλία του, τό 1953: «Σάν πεσε τό Βυζάντιο, κκλησία ντικατέστησε τόν τσακισμένο κρατικό ργανισμό σάν ποκατάστατος μηχανισμός τς θνικς νότητας. Τά σύμβολα τς Ατοκρατορίας τά κράτησε κκλησία καί τά διατήρησε μέσα στούς μαύρους αἰῶνες τς σκλαβις. Καί μέσα σ’ ατούς τούς φοβερούς αἰῶνες, ατή στάθηκε τό πνευματικό καί θνικό κέντρο τς μαρτυρικς φυλς. νάντια στούς ρχηγούς της ξέσπαγε κάθε πίθεση τν χθρν το λληνισμο, τόσο πό μέρους τν κατακτητν, σον καί πό μέρους τν Φράγκων. Καί σωστά τόπανε, πώς σέ πολλές κρίσιμες ρες τό ράσο στάθηκε θνική σημαία τς λλάδας στά χρόνια της σκλαβις. Σ’ ατό τό διάστημα, κατοντάδες χιλιάδες λληνες χάθηκαν γιά τό λληνικό θνικό σύνολο. Ποιοί ταν ατοί; ταν λοι σοι μέ τή βία μέ τόν φόβο φησαν τή θρησκεία τους.» Συμπέρασμα διάσειστο: «ν πάρχουμε σήμερα σάν λληνική φυλή, εναι γιατί κρατηθήκαμε πό τό μφιο τς κκλησίας μας λα ατά τά χρόνια». 

 ( Μυριβήλης πολέμησε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί τραυματίστηκε. ταν πατέρας του μαθε στή Λέσβο τό νέο, πό τή χαρά του κέρασε λο τό χωριό. «λλοι καιροί, λλα θη». Τότε μεγαλουργοσαν ο καρδιές, τώρα μεγαλουργον τά χρήματα, πως λεγε Κανάρης).

 τσι φτάσαμε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στήν τριήμερη μάχη το Κιλκίς, στίς 19-21 ουνίου το 1913 πού φέτος τιμομε τά κατόχρονα πό τήν διεξαγωγή της. μάχη το Κιλκίς – Λαχανά, δίδυμη μάχη ς εθισται νά λέγεται, ταν πρώτη ποφασιστική σύγκρουση μεταξύ τν λλήνων καί τν Βουλγάρων κατά τόν Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ) πρξε πιό κρίσιμη καί πλέον φονική μάχη, χι μόνο τν Βαλκανικν Πολέμων, λλά καί τς νεότερης λλληνικς στορίας. Χάρις στήν νίκη το λληνικο στρατο, Μακεδονία, πειρος, τά νησιά το Αγαίου, κόμη καί Κρήτη καί Θράκη νώθηκαν ριστικά μέ τό λυμφατικό τότε λληνικό κράτος καί απετράπη προσπάθεια τν Βουλγάρων νά λοποιήσουν το νειρο τς «Μεγάλης Βουλγαρίας» (Συνθήκη γίου Στεφάνου, 1878).

 λεγε θηναιογράφος λογοτέχνης Δημήτρης Καμπούρογλου: «λα τά θνη γιά νά προοδεύσουν πρέπει νά βαδίσουν μπρός πλήν το λληνικο πού πρέπει νά στραφε πίσω», χι βέβαια ς στείρα προγονολατρία λλά ς μελέτη τν τιμαλφν ξιν το Γένους, μέ σκοπό τήν παιδαγωγία κυρίως τν νέων. Εναι γνωστό τι σπουδή τς στορίας μφυσε στό παιδί γάπη γιά τήν πατρίδα, το προσφέρει πρότυπα ζως, το γνωρίζει τά λλατώματα καί τά προτερήματα το Γένους, νεργε, μ’ ναν λόγο, ντός του διαπλαστικά, ς κατ’ ξοχήν παράγοντας ατοσυνειδησίας. Καί δή τί καλύτερο παράδειγμα φιλοπατρίας πό τήν μάχη το Κιλκίς, τήν ποία ν συντομία θά ξιστορήσουμε, πιμένοντας κυρίως στά βιώματα ατήκοων καί ατοπτν μαρτύρων. 

Τό θάνατο πος

 Τό κίνημα τν Νεοτούρκων (Ιούνιος το 1908) κι κίνδυνος νά ξοντωθον πό τήν τουρκική μισαλλοδοξία λοι ο Χριστιανοί τς Μακεδονίας καί τς Θράκης, δήγησε τό 1912 τούς λληνες, τούς Βούλγαρους, Σέρβους καί Μαυροβούνιους νά ξεχάσουν προσωρινά τίς διαφορές τους καί νά συσσωματωθον κατά τς θωμανικς Ατοκρατορίας. 

 Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ληξε νικηφόρος γιά τά βαλκανικά κράτη, μως ο Βούλγαροι «μνήσθησαν μερν ρχαίων», ξαναθυμήθηκαν τόν χάρτη τς Μεγάλης Βουλγαρίας καί νόμισαν τι φτασε ρα νά πραγματοποιήσουν τά παλιά χιμαιρικά τους σχέδια ες βάρος καί τς Σερβίας καί τς λλάδας. πληστία τς Βουλγαρίας, περφίαλη συμπεριφορά της πρός τούς συμμάχους κι να πλθος πό δόλιες νέργειες, στρεψαν τήν λλάδα καί τήν Σερβία ναντίον της καί δήγησαν στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ).

 Στίς 19 Μαίου το 1913 πεγράφη στη Θεσσαλονίκη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ λλάδας καί Σερβίας γιά νά ντισταθμίσει τίς νέργειες τν Βουλγάρων, πού συγκέντρωναν μυστικά τό στρατό τους, γιά νά χτυπήσουν αφνιδιαστικά τούς πρώην συμμάχους τους. Μία τελευταία προσπάθεια τν κυβερνήσεων λλάδας καί Σερβίας, γιά νά ποφευχθε σύγκρουση, ματαίωσαν ο διοι ο Βούλγαροι μέ τήν ξίωσή τους νά πλωθον σ’ λόκληρη τή ΝΔ Μακεδονία, τήν ποία κατεχε λληνικός στρατός. τσι δηγήθηκαν τα πράγματα στήν σύγκρουση.

 Στίς 16 ουνίου το 1913 ο Βούλγαροι, φο μετέτεφεραν τίς περισσότερες δυνάμεις τους πό τή Θράκη στή Μακεδονία πρός τήν πλευρά τν λλήνων καί τν Σέρβων ρχισαν σφοδρότατη πίθεση. Γιά τούς λληνες καί τούς Σέρβους δέν πέμενε παρά μονάχα γενική ντεπίθεση. λλά πρίν πό κάθε λλη νέργεια στρατός μας ξεκαθάρισε τήν Θεσσαλονίκη πό τούς Βουλγάρους, πού μέ δόλο εχαν εσδύσει στήν πρωτεύουσα τς Μακεδονίας, πό τήν μέρα κιόλας τς πελευθέρωσής της. Καί στερα ρχισαν ο μεγάλες πιχειρήσεις. Καί πρώτη στή σειρά νδοξη μάχη το Κιλκίς. 

 Τό Γενικό πιτελεο Στρατο στήν ξοχη πολύτομη κδοσή του, πού πιγράφεται « λληνικός στρατός κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 (θήνα, 1932)» περιγράφει μέ θαυμαστό καί ναλυτικό τρόπο λες τίς φάσεις τς πολεμικς κείνης πιχείρησης, πού δόξασε γιά μία φορά κόμη τά λληνικά πλα καί πρξε θέατρο σύγκριτων ρωισμν τν ξιωματικν καί τν νδρν το στρατο μας. 

 Στά νότια του Κιλκίς σαν γερά χυρωμένοι ο Βούλγαροι καί 4 μεραρχίες το κέντρου τούς χτύπησαν δυνατά στίς 19 ουνίου 1913. Στίς 20 ουλίου, δεύτερη μέρα της μάχης, τό Γενικό Στρατηγεο πρόσταξε γενική πίθεση πό τήν αγή σέ λο τό μέτωπο. Κι ν στό δεξιό κρο το μετώπου 7η Μεραρχία νέτρεψε τούς πέναντι χθρούς της καί μπκε στή Νιγρίτα, ο μεραρχίες το κέντρου προχωρον πρός τό Κιλκίς μέ πολύ ργό ρυθμό, γιατί μυνα τν Βουλγάρων, πού καναν συνεχς σχυρές ντεπιθέσεις, ταν ποφασιστική καί πεισματώδης. Στόν τομέα το Λαχανά 1η Μεραρχία (στρατηγός Μανουσογιαννάκης) προχώρησε πιό γρήγορα πρός τίς νότιες προσβάσεις τς χυρωμένης τοποθεσίας καί κυρίευσε καί 6 χθρικά κανόνια.

 Τό δειλινό τς 20ης ουνίου κατάσταση εναι πολύ κρίσιμη. ντίσταση τν Βουλγάρων εναι λυσσαλέα. Τό λληνικό πεζικό πρεπε νά τούς βγάζει μέ τίς λόγχες πό τά χαρακώματά τους καί ο πώλειες ταν τεράστιες. Τό Γενικό Στρατηγεο στειλε νέα διαταγή στίς Μεραρχίες το κεντρικο μετώπου νά κυριεύσουν «πάση θυσία» τό Κιλκίς, πρίν σκοτεινιάσει. 2η Μεραρχία (στρατηγός Καλάρης) σέ κτέλεση τς διαταγς νήργησε νυκτερινή πίθεση. Μέ πικό γώνα, φοβερές πώλειες (ο περισσότεροι ξιωματικοί τέθηκαν κτός μάχης). νατρέποντας τήν μία μετά τήν λλη τίς 3 γραμμές μυνας τν Βουλγάρων, στίς 9:40 τό πρωί τς 21ης ουνίου, γαλανόλευκη κυματίζει στήν πόλη καί περιχαρής διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγραφε στό Γενικό πιτελεο: «γγέλω νίκην Κιλκίς. χθρός ποχωρε γκαταλείψας χυρωμένας θέσεις…» Τό κάστρο το Βουλγαρισμο πάρθηκε. λλά μέ πόσες θυσίες!

 Κατά νακοίνωση το Στρατηγείου ο πώλειες νλθαν σέ 10.000 νεκρούς καί τραυματίες. ( Γαβριήλ Συντομόρου, στό βιβλίο το «Σαραντάπορο, Κιλκίς, Λαχανς: ο πρτες μας νίκες», κδ. Ζτρος, γράφει: «Στήν πραγματικότητα ο πώλειες ατές δέν πρέπει νά ξεπέρασαν τούς 8.670 νεκρούς καί τραυματίες, σέ σύνολο περίπου 110.000 περίπου νδρν τν 8 Μεραρχιν καί τς Ταξιαρχίας ππικο, πού πραν μέρος στή τριήμερη μάχη Κιλκίς – Λαχανά). Εναι χαρακτηριστικό της μάχης θάνατος 10 διοικητν μονάδων, ο ποοι πρόβαλλαν τήν προσωπική τους συμπεριφορά καί θελοθυσία ς παράδειγμα μίμησης στούς νδρες τους. Παραθέτουμε τά νόματα τν ρώων, τιμώντας τσι καί τούς χιλιάδες «γνώστους στρατιτες» τους, πού πάντοτε θά τούς εγνωμονε τό θνος μας: Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζς, Κορομηλς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, ατρίδης… Αωνία μνήμη… Τά «κόκκαλα» τους τά ερά πότισαν τήν λευτεριά μας. 

 Μαθητής μικρός τήν δεκαετία το 30, Σ. Λίβας, μετέπειτα στρατιωτικός γιατρός, γραψε τίς ναμνήσεις του, μέ τίτλο « παλιά, μικρή μας πόλη». Σέ κείμενο μέ τίτλο «ο Μαχητές το Κιλκίς», γράφει τά ξς συγκινητικά: 

 «να πέραντο «θνικό Νεκροταφεο», πού κρύβει στά σπλάχνα το τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριν, εναι τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά ατά στήθηκαν τά θεμέλια ατς τς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας πό τή γ αμα ντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι νας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι νας «γρός αματος» για νά χρησιμοποιήσω το χαρακτηρισμούς το Εαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση». 

 Τά πρτα χρόνια, τ΄ λέτρια πού ργωναν τή γ, φεραν στήν πιφάνεια λευκά κόκκαλα «κόκαλα λλήνων ερά», ντάμα μέ σκουριασμένες ξιφολόγχες καί δερμάτινες παλάσκες, περασμένες σέ ζωστρες πού ζωναν, κάποτε λυγερά σώματα παλληκαριν. Κι λοι μας λίγο – πολύ, χουμε νά θυμόμαστε πώς κάποτε, σκάβοντας τίς αλές τν σπιτιν μας εχαμε βρε σκουριασμένα πλα κι νθρώπινα κρανία. Σάν στοιχειωμένος μοιαζε τόπος μας καί τά παιδιά φοβόταν νά βγον τό βράδυ πό τά σπίτια τους. 

 Θυμμαι τούς πρώτους περιπάτους πού κάναμε μέ τό νηπιαγωγεο, κε κοντά στούς πρόποδες το η- Γιώργη. « δασκάλα μς λεγε τι ο παπαρονες στόν τόπο μας, εναι πιό κόκκινες πό λλο, γιατί παίρνουν τό χρμα τους πό τό αμα τν σκοτωμένων παλληκαριν. Κι μες διστάζαμε νά τίς κόψουμε, πό φόβο, μήπως καί ματώσουμε τά χέρια μας…» (σελ. 179).

Μαρτυρίες πρωταγωνιστν

 Μεταξύ τν ρώων διοικητν συνταγμάτων πού πεσαν στήν μάχη το Κιλκίς, εναι καί ντώνιος Καμπάνης, διοικητής το 8ου Συντάγματος τς 4ης Μεραρχίας. Τόν διο καιρό γιός το Δημήτριος, πηρετε καί ατός ς στρατιώτης. Στό βιβλίο το «ναμνήσεις το Πολέμου καί τς Ερήνης» περιγράφει τήν σκηνή πού σπεύδει γιά τόν «τελευταίο σπασμόν» το ρωϊκο σκηνώματος το γονιο του. Φτάνει στή μεγάλη σκηνή πού ταν τό χειρουργεο τς IV Μεραρχίας:

 «Μπκα στή σκηνή καί πάνω σ’ να φορεο είδα τόν πατέρα. Εχε τά μάτια νοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εχαριστημένο. Μόνο τό στθος του ταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροσε γάντια καλοκαιρινά χακί, λλά πως ταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα τι εχαν κοπε τά δάχτυλά του. ργότερα, ταν εδα τά κιάλια του, πού ταν καί ατά γεμάτα βλήματα, ντελήφθηκα πώς βίδα εχε σκάσει τήν ρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς χθρικές θέσεις. 

Τό θέαμα γιά μένα ταν τραγικό, λλά μεγαλύτερη κόμη συγκίνηση μο προξένησαν ο κατοντάδες τραυματίες το Συντάγματός του, πού περνοσαν καί τόν σπάζονταν κλαίγοντας. κουσα μερικούς νά λένε: ταν αστηρός, λλά δίκαιος καί γαποσε τούς νδρες του». 

Νομίζω πώς πικήδειος ατός, ν μποροσε νά τόν κούσει, θά τόν εχε πολύτως κανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους νδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εχε σκοτωθε διος» (σελ. 123).

Μέ τέτοιους ξιους γήτορες φθάσαμε στή νίκη. νας στρατός γενναίων μέ ρχηγούς «λιοντάρια» πς νά μήν νέλθει στήν κορυφή τς δόξης καί τς θανασίας. 

 Τό 1964 κδίδεται τό «ναμνηστικό Λεύκωμα» πί τή 50/τηρίδι πό τς μάχης το Κιλκίς. Στήν σελίδα 44 διαβάζουμε: «ταν δύο σύγγαμβροι πό τήν Κύμη τς Εβοίας, συνταγματάρχης ωάννης Παπακυριαζής καί ταγματάρχης ωάννης Βελισσαρίου. Καί ο δύο λεβέντες. Τά νδραγαθήματα τους πρξαν πό τά φωτεινότερα δείγματα τομικς γενναιότητος. Ο δύο ατοί συγγενες εχαν τσακωθ… σάν σύγγαμβροι πού σαν. Στήν μάχη το Κιλκίς βρέθηκαν ο μονάδες τους νά πολεμον πλάι- πλάι καί συναγωνισμός τν δύο τσακωμένων φθασε στό ποκορύφωμα.» 

 Στήν τελευταία μάχη, πως ναφέρει στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στά μιτελ πομνημονεύματά του, πλθε τό δράμα «…ρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά τήν διάρκειαν το ποίου ο 6 λόχοι το Βελισσαρίου, προχωροντες ταχέως φθασαν ες πόστασιν φόδου πό τς πρώτης γραμμς τν βουλγαρικν ρυγμάτων. Καί εδον τό λησμόνητον θέαμα τς φόδου τν 6 εζωνικν λόχων το Βελισσαρίου, ο ποοι καθ’ ς εχον δηγίας πό το διοικητο των, βαλον αφνιδίως ταχύτατον λιγόλεπτον πρ ναντίον το χθρο, μετά τό ποον ρμησαν κάθεκτοι καί μέ βροντώδεις λαλαγμούς ναντίον τν πί τς πρώτης φρύος το λόφου βουλγαρικν χαρακωμάτων. γραμμή τν φορμούντων λόχων μέ τάς παστραπτούσας πό τόν λιον περχιλίας λόγχας μοίαζεν πρός χαλύβδινην ταινία, ποία πειλητική πήρχετο ναντίον τν χθρικν ρυγμάτων. γών πρξεν μεγαλειώδης. Ο Βούλγαροι νετράπησαν ξοντώθησαν διά τς λόγχης. Ατό το τό μεγαλύτερον κατόρθωμα το Βελισσαρίου καί μέ δικαίαν περηφάνειαν φώναξεν ες τόν λοχαγόν Ζήραν, λλον γενναον, ποος πηρετοσεν ες τό σύνταγμα το Παπακυριαζ, το μπατζανάκη το Βελισσαρίου. 

-          Βρέ Ζήρα, πο εναι διοικητής σου νά δή;

-          ΖΗΡΑΣ. Σκοτώθηκε…

Εχε πέσει πρό λίγου μόλις, μαχόμενος μέ τόν διον παράμμιλον τρόπον. Καί τότε τό πρόσωπον το συγγάμβρου «μαύρισεν πό τό πένθος». βγαλε τό πηλήκιόν του, καμε τόν σταυρό του, δάκρυσεν καί τράβηξεν μπροστά μέ περισσοτέραν ρμήν. κε παρακάτω στή Τζουμαγιά, στό ψόμετρο 1378, τόν περίμενε κι’ ατόν Χάρος». 

 να ξαιρετικό βιβλίο, πραγματικός θησαυρός, πού ναφέρεται στή μάχη το Κιλκίς εναι το π. Δημητρίου Καλλίμαχου, θελοντή εροκήρυκος τς ’ Μεραρχίας. Καλλίμαχος παρακολουθε κ το σύνεγγυς τήν μάχη παίρνει μέρος σ’ ατήν, μψυχώνει τούς στρατιτες, παρηγορε τούς πληγωμένους καί ναλαμβάνει, πολλές φορές, τό βαρύ καθκον τς ταφς τν νεκρν πολεμιστν. Τό 1942, ξέδωσε στή Νέα όρκη τίς μπειρίες του, σέ βιβλίο μέ τίτλο: «θάνατη λλάς» πό τό ξοχο ατό πόνημα, ποσπομε κάποιες σελίδες του, στίς ποες μοσχοβολ πίστη καί φιλοπατρία το στρατο μας. Στήν μακραίωνη στορία μας πάντοτε τό Γένος γωνίζεται «πέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ματαιοπονον σοι θέλουν νά χωρίσουν τά δύο ατά «ριζιμιά λιθάρια» το στορικο μας βίου. πό τά βάθη τν αώνων φωνή το Μακρυγιάννη μς κανοναρχε: « πατρίδα το κάθε νθρώπου καί θρησκεία εναι τό πν… Καί τότε λέγονται θνη, ταν εναι στολισμένα μέ πατριωτικά ασθήματα· τό ναντίον λέγονται παλιόμαθες τν θνν καί βάρος τς γης.» 

 Περιγράφει Καλλίμαχος τόν θάνατο το ρωα Καμάρα, τήν στιγμή πού τραυματίζεται, μπροστά καί ρθιος, θανάσιμα: 

 «Γονατίζει εγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του κόμη ες τά χέρια πευθύνει τόν τελευταον πρός τούς νδρας του χαιρετισμόν:

-          Θάρρος παιδιά, θάρρος, γενναοι μου!

Τό αμα τρέχει κρουνηδόν πό τό τραμα καί ο Καμάρας σωριάζεται: 

-          Πον, πον πολύ, καίομαι…

ταν μετεφέρετο πρός τά χειρουργεα, τενίσας διά τελευταίαν φοράν τούς νδρας του δάκρυσε καί επε: 

-          χ, πού σ’ φήνω, σύνταγμά μου. Σς χαιρετ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εχήν μου λοι μπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!

Καί τώρα ζ ες τήν θανασίαν λησμόνητος Καμάρας μας, δεώδης τπος νθρώπου καί στρατιώτου, πιβαλλόμενος μλλον μέ τήν πέραντον καλοκαγαθίαν το πατρός, παρά μέ τήν συνηθισμένην τραχύτητα το στρατιωτικο

Εσεβής, φιλεύσπλαχνος, γαθώτατος, εθύς καί ελικρινής καί πράος, δύνατο νά εναι καί δεώδης τύπος λειτουργο το ψίστου. Ες τά Βοδενά, που μεινεν πί μήνας τό σύνταγμά του, γινεν εροφάντης τς λληνικς δέας, προσηλυτίζων τά τερογεν στοιχεα μέ μέσα νθρωπιστικά. Καί ταν προυκάλει χορούς καί διασκεδάσεις καί ορτς καί ταν συνωμίλει μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ν εχεν δεδες, πς νά μπεδώση τήν πεποίθησιν ες τήν κπολιτιστικήν ποστολήν τς λληνικς διοικήσεως. ταν φυγεν πό τά Βοδενά, δέν μεινε κανείς δάκρυτος πάσης φυλς καί θρησκείας. 

Ατός το Καμάρας, πρωτομάρτυς τς γιγαντομαχίας το Κιλκίς. (σελ. 71)»

 Συγκινητικότατες μως εναι καί ο ναφορές στούς πλούς στρατιτες. δειξε παράμιλλο ρωισμό λληνας στρατιώτης στήν μάχη το Κιλκίς. θος ρθόδοξο καί γάπη δολη καί πρασάλευτη προς την πατρίδα εναι ο δύο δοδεκτες πού τόν δηγον στά «κρημνά τς ρετς».

 Διαβάζουμε στήν σελίδα 165: 

 «Εδα ματωμένο γράμμα νεκρο· τό πρα καί νέγνωσα: (παρατίθεται πως το γραψε ο ρωικός μαχητής)

«νε τόρα δυό μέρες γαπημένη μου Βασιληκούλα, πού κάμωμε πόλεμο μέ ατά τά παληόσκυλα· μς βαρονε πολί μί οβίδες· χαθήκανε πουλ πεδιά θκάμας· πάγ κι’ Γιανςμας τν πρε οβίδα το κεφάλτ. Τόρα περιμένομ σέ μιά ρεματιά νά ξαπουστάσουμ λιγουλάκι κι σί γράφο. Βασιληκούλα σί χάνο γιά τή Πατρίδα· ατό τό χουριό πού θέλουμ νά πάρουμ τού λέν Κιλκίδα κέ λέν πς τό μουσχάρη θά πλέξ στό μα· χο να στημα πώς κεγ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ λά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ· μα νε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν χ’ κλάματα μοναχά γιά σοι ψοφον στό στρόμα· θημμε τί λεγε κι Μτρος το Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: τάς πιτς. Κλάματα δέ θέλο· ντροπς πράματα νά σκοζτε γιά μς δό τσβουλγαροχτόν, γκδιτάδες ντίπ κι γιά ολες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο να κερί στήν για Παρασκεβί φτάνι· γιά διαθήκ νε τά πεδάκιά μας· μα μιγαλόσν νά πν κιφτά στόν πόλεμο, στή Πόλ μί τόν Βουλγαροχτόνο βασιληά μας νά μνιμονεύσν τόν τάφουν μί μα. 

            Σί φιλό Βασιληκούλαμ πολύ· γιά χαρά γιά τή Πατρίδα. πτό ρέμα Κιλκίδας ντρέας».

Μεγαλειώδης μνος γωνιστού τς νέας μας ποποιίας. πό τό γράμμα ατό το πλοϊκο ρεσιβίου σπαρταρίζει θυσία το θανάτου μαχητο, στις βαδίζει ες τόν θάνατον ς νυμφίος καί παγορεύει τά δάκρυα, νθυμίζων τήν ρωικήν καρτερίαν τν Σπαρτιατίδων ες τήν πλοϊκήν σύντροφον τς ζως του».

 Εναι γνωστό πώς μάχη διεξήχθη ν μέσω φοβερο καύσωνος (περίπου 40 βαθμούς Κελσίου). Τά σιταροχώραφα το κάμπου του Κιλκίς, ξαιτίας τν βίδων πραν φωτιά. Πολλοί βαριά τραυματισμένοι στρατιτες, μή μπορώντας νά μετακινηθον, κάηκαν ζωντανοί…

 λλο ρωικό παράδειγμα αταπάρνησης καί νδρείας στή σελίδα 76:

«Στρατιώτης το 22ου τραυματίσθη ες τόν βραχίονα. 

-          Τυχηρός σουνα, συνάδελφε, πού πρες τό παράσημο, το λέγει παραπλεύρως του, αντε τράβα τώρα στό χειρουργεο…

-          Τί κανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει κόμα· χω νά φάγω καί λλους π’ ατούς τούς τιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!

Καί συνεχίζει τόν γώνα. 

Παίρνει δεύτερο βόλι καί ξακολουθε νά μάχεται καί τό δεύτερον τραμα γίνεται τρίτον καί πεται συνέχεια… Καί ταν πλέον δυνατή αμορραγία τόν ναγκάζη νά πέση κάτω, ο τραυματοφορες, ταν πλησίασαν νά τόν παραλάβουν, πέδσεαν ν λω πτά τραύματα! Καί παρεπονετο Ρουμελιώτης στρατιώτης, διότι δέν το δυνατόν πλέον νά συνεχίση τόν γώνα του. 

-          Μωρ’ δέν μποροσε νά εχα κι’ λλο παληοτόμαρο, νά βγάλω ατό τό τρυπημένο καί νά τό βάλω τό καινούργιο!» 

 Μία τελευταία μαρτυρία πό τό τέλος τς μάχης. λληνας στρατιώτης χει συνείδηση τς ποστολς:

« τριακόσιοι, σηκωθετε

Καί ξανάλθετε σ’ εμς

Τα παιδιά σας θελ’ δτε

Πόσο μοιάζουνε μέ σς»

 έψαλλε θνικός μας ποιητής. Καί μαχητής το Κιλκίς πό τό διο χρέος μφορεται. Σηκώνει στίς πλάτες το τήν στορία το Γένους καί «ντροπή νά ντροπιασθε». 

 «Μετά τήν μάχην γύρισα νά μεταβ πρός τά χειρουργεα, νά παρακολουθήσω τόν βουβόν πόνον τν ρώων. θελα νά πισκοπήσω συγχρόνως τήν κτίνα, που διεδραματίζετο πρό λίγου κόμη μία πό τάς γριωτέρας πολεμικς τραγωδίας τν νεωτέρων χρόνων. 

νδιαφερόμην νά πολογίσω  τόν ριθμόν τν εγενν θυμάτων, διά τούς ποίους μην ποχρεωμένος νά μεριμνήσω πρός ταφήν καί τέλεσιν τν νομίμων. 

πέραντος χρος το θεάτρου τς μάχης μοίαζε πρός μακελλεον. Καί ταν ντίκρυσα τήν φρικιαστικήν εκόνα καμμένων σπαρτν καί ψημένων σωμάτων καί εδα σκοτωμένους μέ τήν λόγχην στά χέρια καί μέ ποκρυσταλλωμένην ες τό πρόσωπον τήν ψυχολογίαν της ρμς καί τς χαλυβδίνης ποφασιστικότητος, δάγκασα συναισθήτως τά χείλη ποθαυμάζων. γγελιοφόρος τς Δ’ Μεραρχίας στάθη καί κουσα νά παγγέλη: 

Στο Κιλκίς τήν λόμαυρη ράχη

Περπατώντας δόξα μονάχη

Μελετ τά λαμπρά παλλικάρια

Καί στήν κόμη στεφάνη φορε

Γινομένο π’ λίγα χορτάρια

Πούχαν μείνη στήν ρημη γ

ρημη γ μέ τά λίγα της ναπομείναντα χόρτα στολίζετο πό τς μέρας ατς μέ τόν στέφανον τς θανασίας καί τά σημα ως χθές καί πτωχά κενα ψώματα παρεδίδοντο ες τήν δόξαν καί τόν θαυμασμόν τν αώνων» (σελ. 83).

 Γι’ ατό νίκησαν κενα τά λαμπρά παλλικάρια. ταν φτιαγμένα πό τή μαγιά τν πολέμαρχων το Εκοσιένα. ταν φτωχά παιδιά, ψυχή τους μως σπίθιζε πό φιλοπατρία. πατρίδα εναι μάνα μας καί τήν γαπμε καί ταν εναι φτωχή καί ναγκεμένη σάν σήμερα. «Φίλει τήν πατρίδα καν δικος » λεγε Πλάτων. Πατρίδα εναι ο τάφοι τν προγόνων, τά γιασμένα κόκκαλα τν ρώων, τά ξωκλήσια τς Παναγίας μας. 

 «Δέν θά μο πήγαινε ατό τό ντούφεκι, ν δέν σουν σύ γλυκό χμα πού νιώθεις σάν νθρωπος. ν δέν ταν πίσω μας λίκνα καί τάφοι πού μουρμουρίζουν, ν δέν ταν άνθρωποι, κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα στόν λιο μέ τό σπαθί το Θεο» γράφει περήφανα Νίκ. Βρεττάκος. 

 « μεγαλωσύνη στά Έθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα, μέ τς καρδις τό πύρωμα, μετριέται και μέ τό αμα» λέει ποιητής. 

 Τώρα πού μς ταλανίζει κρίση καί σκύψαμε τό κεφάλι, ς στραφομε «πίσω» γιά νά ντλήσουμε δύναμη. ς κλείσουμε μές στήν ψυχή μας να Μεσσολόγι, να Κιλκίς, να Σαράντα καί ς βαδίσουμε στίς τραπούς τς στορίας λόρθοι. «Εμαστε παλαβοί μείς ο λληνες, λλά χουμε γνωστικό Θεό» λεγε Κολοκοτρώνης καί Ατός θά μς σώσει. Δέν μς πρέπει φόβος, καταγόμαστε πό γενιές ρώων σάν ατούς πού δόξασαν τήν πατρίδα στόν τόπο τόν ερό το Κιλκίς. 

 Κλείνουμε μέ τούς στίχους το θνικο μας ποιητ Κωστ Παλαμ, πού τούς πήγγειλε τό 1928, κατά τά ποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στό ρον τς μάχης. μνος νομάζεται « Πατρίδα στούς νεκρούς της» Νά, πς τελείωνε ποιητής: 

« -  Παιδιά μου, σοι, προφτες μου, στρατιτες, ρχηγοί,

 σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,

 καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γ 

βάλατε τήν εκόνα μου φερτή σάν πό τ΄ στρα

 στο Λαχανά καί στο Κιλκίς τήν κκλησιά τήν πλάστρα, 

πνοές κι ν πλανάστε σ’ λλη ζωή, λείψανα κι ν κοιμάστε, 

σς λειτουργ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ‘στέ».