ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
Νοέμβριος 1901
Συνήθως τα «Ευαγγελικά»
εξετάζονται ως προϊόν της σκληρής αντιπαραθέσεως δημοτικιστών και καθαρευόντων.
Όμως, γεγονότα τέτοιας εκτάσεως μόνο σε συσχετισμό με την πολιτική κατάσταση ης
χώρας πρέπει να εξετάζονται. Γιατί θα ήταν τουλάχιστον αφελές να αποδώσουμε τα θλιβερά
εκείνα γεγονότα, που στοίχισαν τη ζωή 10 περίπου ατόμων, που έριξαν μια κυβέρνηση
και παρά λίγο να προκαλέσουν πτώση της δυναστείας, μόνο στο γλωσσικό ή το θρησκευτικό
φανατισμό και να παραβλέψουμε τις ξένες επιρροές και τις διπλωματικές «εν κρυπτώ»
παρεμβάσεις στα πολιτικά μας ζητήματα. Γιατί σε τελευταία ανάλυση πολιτικά ήταν
τα αίτια που προκάλεσαν το αιματοκύλισμα του Νοεμβρίου 1901 με αφορμή η
μετάφραση του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Από την άλλη, η φοιτητική
νεολαία, μετά την ήττα του 1897 και κυρίως μετά τις απειλές που δέχεται η
Μακεδονία από η δράση Βουλγάρων κομιτατζήδων, είχε αρχίσει να πιστεύει πως μια
συνωμοσία εξυφαίνεται εις βάρος των ιερών και οσίων του Ελληνισμού, μια
συνωμοσία που είχε κέντρο την Ελλάδα και στόχο την Ελλάδα. Συνεπώς οι φοιτητές
ήσαν ένα εύφλεκτο υλικό. Αρκούσε μια σπί0α. Και αυτό ήταν η μετάφραση του
Ευαγγελίου που άρχιζε να δημοσιεύει σε συνέχειες ο Βλάσης Ι’αβριηλίδης στην
εφημερίδα «Ακρόπολις».
Κέντρο της συνωμοσίας θεωρήθηκε
το παλάτι, επειδή η βασίλισσα Όλγα ευνοούσε τη μετάφραση του Ευαγγελίου, για να
μορφωθεί θρησκευτικά ο λαός. Πραγματικό, όμως, κέντρο συνωμοσίας ήταν η
γερμανική πρεσβεία. Όργανα του Κάιζερ (η αδελφή του Σοφία είχε παντρευτεί τον
διάδοχο Κωνσταντίνο) εκμεταλλεύ0ηκαν η γλωσσική οξύτητα και το θρησκευτικό
συναίσθημα της νεολαίας, αξιοποίησαν τον γλωσσικό φανατισμό του καθηγητή Γ.
Μιστριώτη, με στόχο την πτώση του αγγλόφιλου Γεωργίου και την άνοδο του
γερμανόφιλου Κωνσταντίνου. Όμως, τίποτα από όσα έγιναν δεν θα γινόταν, εάν η
νεολαία δεν ένιωθε προδομένη και αν δεν συναισθανόταν πως απειλούνται από
κάποιους «ανακαινιστές» τα πνευματικά και ηθικά βάθρα του Ελληνισμού.
Άλλωστε η μετάφραση των Ευαγγελίων
είναι πολύ παλιά υπόθεση. Στην Τουρκοκρατία ο μοναχός Μάξιμος Καλλιπολίτης
(1630), ο Αναστάσιος Μιχαήλος (Χάγη, 1718) και ο Ιλλαρίων (Λονδίνο, 1819), επηρεασμένοι
από τον καλβινισμό είχαν κάνει τέτοιες μεταφράσεις. Ειδικά τη μετάφραση του
Μάξιμου Καλλιπολίτη ευνοούσε ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης. Μετά το μαρτυρικό θάνατό
του, όμως, ο Καλλιπολίτης αφορίστηκε και τα αντίτυπα μιας
δεύτερης επανέκδοσης της «χυδαιομεταφράσεώς» του κάηκαν το 1704 στο Πατριαρχείο.
Στις αρχές του αιώνα μας πολλοί διανοητές επιθυμούσαν να εκλαϊκευθεί Το
Ευαγγέλιο, μεταφραζόμενο στη δημοτική. Στις 21 Ιανουαρίου 1960, ο καθηγητής Ιω.
Πανταζίδης, μιλώντας σε μια εκπαιδευτική επιτροπή, δήλωσε:
«Φρονώ ότι εκ των Παρθεναγωγείων
πρέπει να εξορισθώσιν η αρχαία γλώσσα, η ψυχολογία, η λογική, να μεταφρασθή δε
το Ευαγγέλιον». Υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου ήταν και ο παιδαγωγός
Παπαμάρκου, με δημοσίευμά του στο περιοδικό «Πλάτων».
Ο Πανταζίδης, ως καθηγητής των
Ανακτόρων, επηρέασε και η βασίλισσα Όλγα, η οποία πίστεψε ότι ένα μεταφρασμένο
Ευαγγέλιο θα ανέβαζε το λαό πνευματικά και ηθικά. Βολιδοσκόπησε σχετικά τον
αρχιεπίσκοπο Προκόπιο, που φάνηκε επιφυλακτικός και άφησε το θέμα στην κρίση
της Ιεράς Συνόδου. Η βασίλισσα, όμως, ανέθεσε στην ανιψιά του Πανταζίδη, Ιουλία
Σωμάκη, να προβεί σε μετάφραση, την οποία διόρθωσε ο καθηγητής της Ριζαρείου
Φίλιππος ΙΙαπαδόπουλος. Την Όλγα προσπάθησαν να αποτρέψουν η Ιερά Σύνοδος και
οι καθηγητές της Θεολογικής. Παρά τούτο, 1.000 αντίτυπα της μεταφράσεως
μοιράστηκαν σε νοσοκομεία. Σε λίγο, ο Σύλλογος «Ανάπλασις» κυκλοφόρησε μ’
έγκριση της Ιεράς Συνόδου μετάφραση των Ευαγγελίων. Ο θόρυβος που προκλήθηκε
ήταν μικρός και σε λίγο κόπασε.
Η μετάφραση του Αλ. Πάλλη
Την Κυριακή της 9ης Σεπτεμβρίου
1901, η «Ακρόπολις» του Βλ. Γαδριηλίδη αρχίζει η δημοσίευση της μεταφράσεως του
Αλ. Πάλλη. Ο Γαβριηλίδης στο κύριο άρθρα με τίτλο «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΓΛΩΣΣΑΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΒΛΣΙΛΙΣΣΗΣ Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ», προλογίζει
και εκθειάζει τη μετάφραση:
«Η υπό του ιδίου εκλαΐκευσις του
ευαγγελίου δυνάμεθα να είπωμεν ότι είναι άθλον αμιλλώμενον προ το της Ιλιάδος διά
να μη είπωμεν υπέρτερον. Σπανίως, πρώην ίσως φοράν, η δημώδης γλώσσα, επρόσλαδε
τοιαύτην θεοειδή πραότητα και γλυκύτητα και αρμονικότητα ως εις την γλώσσαν του
κ. Πάλλη.
Νομίζει κανείς ότι ενωτίζεται από
μακρυά ποιμνίου γλυκά κουδουνίσματα από εκείνα τα οποία επρωτοχαιρέτησαν την
γέννησιν του Χριστού». Δείγμα της μεταφραστικής εργασίας του Πάλλη δίνουμε από
το φύλλο της Τρίτης (16 Οκτωβρίου 1901):
«Κι ενώ μιλούσε ακόμα, να ο
Ιούδας ένας από τους δώδεκα ήρθε, και μαζί του πλήθος πολύ με μαχαίρια και ξύλα
από τους αρχιπαππάδες και δημογερόντους. Κι ο παραδότης του τούς έδωκε σημάδι κι
είπε: «Οποιονε φιλήσω, αυτός είναι πιάστε τον». Κι αμέσως πήγε στον Ιησού και
είπε: «Σε χαιρετώ, Ραββί» και τόνε φίλησε.
Στο μεταξύ φθάνει από το
Πατριαρχείο εγκύκλιος που καταδικάζει τη μετάφραση του Πάλλη, με βαρείς
χαρακτηρισμούς. Ίσως να ενόχλησε το γεγονός ότι το Ευαγγέλιο χάνει την ιερότητά
του δημοσιευόμενο σε εφημερίδα, ίσως να ενόχλησε και τ’ όνομα του Πάλλη που
ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Ψυχάρη.
Η Θεολογική Σχολή δημοσιεύει κι
αυτή στον «Ιερόν Σύνδεσμον» στις 15 Οκτωβρίου 1901 υπόμνημα των καθηγητών της,
που καταδικάζουν τη μετάφραση. Ο Γαβριηλίδης τους επιτίθεται με τσουχτερή
ειρωνεία:
«Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτών
(σ.σ. των θεολόγων) και ημών είναι, ότι αυτοί διά να λένε ότι είναι θεολόγοι βγαίνουν
οι μεν 500, οι δε 1.000 και πλέον δραχμάς το μήνα, ενώ ημείς δεν εμπορευόμεθα
την Θεολογίαν μας.
Ή μήπως είναι τίποτε ήρωες ηθικής
ή μάρτυρες αρετής; Όχι, Χριστιανοί μου, Ανθρωπάκοι είναι όλοι των, με τα
συμφεροντάκια των, τα παθάκια των, τα χρηματάκια των, τα κεφάκια των όπως εσύ
κι εγώ...
Ν’ αφορίσωμεν δε και την
Βασίλισσαν που θέλει να κατεβάση τα λόγια του Χριστού μέχρι των Μανάβηδων και
των Μπακάληδων. ..». («Ακρόπολις», 5 Νοεμβρίου 1901).
Οι ταραχές
Το άρθρο αυτό υπήρξε το έναυσμα
των μεγάλων ταραχών. Το έδαφος, βέβαια, είχε ετοιμάσει κατάλληλα η γερμανική πρεσβεία
με τα εδώ όργανά της, για να πλήξει την Όλγα και δι’ αυτής τον Γεώργιο. Αφού
εξαγόρασε μια μερίδα του Τύπου έβαλε σ’ ενέργεια το σχέδιο να αιματοκυλήσει την
Αθήνα. Το «Εμπρός» και το «Σκριπ» με εμπρηστικά άρθρα φανατίζουν τα πλήθη. Η
φοιτητική νεολαία, επηρεασμένη από τον γλωσσαμυντορικό φανατισμό των καθηγητών
Κόντου, Μιστριώτη, Βάσση κ-ά., δίνει πίστη στα λεγόμενα περί σλαβικού κινδύνου,
ρουβλίων κ.ά. Η Όλγα ήταν Ρωσίδα. Κι εκείνη την εποχή ο πανσλαβισμός,
ελεγχόμενος και κατευθυνόμενος από η Ρωσία απειλούσε τη Μακεδονία. Ήδη, η
Βουλγαρία το 1885 είχε προσαρτήσει την Ανατολική Ρωμυλία. Δεν ήταν δύσκολο,
λοιπόν, να πιστευθεί ότι τώρα ο σλαβισμός διά ης Όλγας απειλεί τη γλώσσα και το
ιερό Ευαγγέλιο.
Μετά το άρθρο του Γαβριηλίδη, οι φοιτητές
ης Θεολογίας σχηματίζουν επιτροπή διαμαρτυρίας. Στις 5 Νοεμβρίου το αμφιθέατρο
έχει κατακλυσθεί από φοιτητές όλων των σχολών. Την ώρα του μαθήματος του καθηγητή
της Ιατρικής Ρήγα Νικολαΐδη ανέβηκε στην έδρα και μίλησε ο φοιτητής Πυλαρινός,
που, αφού χαρακτήρισε τον Πάλλη «εξουθενημένον αρνησίπατριν», έδωσε το σύνθημα
των ταραχών: «Εγερθώμεν, φίλοι, και απαγορεύσωμεν τω ελεεινώ οργάνω των
αντεθνικών και καταχθονίων εργατών την περαιτέρω διακωμώδησιν του Ιερού μας
Ευαγγελίου και της υψηλής ημών γλώσσης. Εγερθώμεν, αδέλφια, καιρός!».
Ακολούθως, φοιτητές και πολίτες όρμησαν προς τα γραφεία των εφημερίδων «Αστυ»
και «Ακρόπολις».
Κατέβασαν τις επιγραφές, έσπασαν τα
τζάμια, σκόρπισαν τα φύλλα.
Αξίζει να προσεχθεί η παρατήρηση
του Γαβριηλίδη ότι στα αιτήματα φοιτητών και πολιτών δεν υπήρχε τίποτα το
συγκεκριμένο. Οι περισσότεροι ζητούσαν να διακοπεί η δημοσίευση της
μεταφράσεως. Αλλά αυτό είχε ήδη γίνει! Ο Γαβριηλίδης, διαισθανόμενος τον κίνδυνο
ταραχών, είχε σταματήσει τη δημοσίευση από τις 20 Οκτωβρίου!
Μετά την «Ακρόπολι» το πλήθος
κατευθύνεται προς τη Μητρόπολη. Μια επιτροπή παρουσιάζεται στον αρχιεπίσκοπο
και του ζήτησε αναθεματισμό των «βεβήλων». Από εδώ και πέρα η κατάσταση παίρνει
δυσάρεστη τροπή. Ένα από νεανικό ξέσπασμα μετατρέπεται σε εξέγερση. Η γερμανική
προπαγάνδα θριαμβεύει. Επηρεάζοντας τους περισσότερους πανεπιστημιακούς
καθηγητές και μέρος του Τύπου, ερεθίζει την οργή του πλήθους και τη στρέφει όχι
κατά των μεταφραστών, αλλά κυρίως κατά της Όλγας. Οι φήμες περί
δακτύλου, ρουβλίων κ.λπ. οργιάζουν
Η Αθήνα ζει έναν επαναστατικό πυρετό
Ο πρύτανης Σακελλαρόπουλος για να
ηρεμήσει τα πνεύματα διαβιβάζει μέσω του τότε γραμματέα του Πανεπιστημίου
Παλαμά παράκληση προς τις δυο εφημερίδες («Ακρόπολις» και «Αστυ») να
ανακαλέσουν τα δημοσιεύματά τους. Η άρνησή τους οδηγεί στην απόφαση για νέο
συλλαλητήριο, που ματαιώθηκε λόγω
ραγδαίας βροχής. Τη νύχτα όμως, 50 οπλισμένοι φοιτητές έκαναν κατάληψη στο
Πανεπιστήμιο και ανέλαβαν την φρούρησή του, για να μην το καταλάβει στρατιωτικώς
η κυβέρνηση
Την άλλη μέρα, η επιτροπή που
είχε αναλάβει το χειρισμό του ζητήματος, θεώρησε ικανοποιητική τη δήλωση της Συγκλήτου,
πως η κυβέρνηση Θεοτόκη θα λάβει τα
ενδεικνυόμενα μέτρα και παραιτήθηκε. Το θέμα φαινόταν ότι είχε λήξει
Η ξενική υποκίνηση
Έως εδώ οι εκδηλώσεις των φοιτητών
θα μπορούσαν να ερμηνευθούν σαν μια πράξη αντίδρασης που οφειλόταν στην αυξημένη
τότε ευαισθησία τους πάνω σε θέματα γλωσσικά, θρησκευτικά, εθνικά. Από εδώ και
πέρα γίνεται εμφανής ο ξενικός δάκτυλος. Ύποπτα Πρόσωπα συμφύρονται μεταξύ των
νέων, διεγείρουν το θρησκευτικό κι εθνικό του συναίσθημα, διαδίδουν ψεύτικες και
υποβολιμαίες πληροφορίες «και καθώς το έδαφος είναι απρόσφορο για δεύτερες
σκέψεις, ανάβουν τα αίματα των φοιτητών που δεν θεωρούν πλέον το αποτέλεσμα
ικανοποιητικό και επιμένουν στο θέμα του αφορισμού» (Γιάννη Κουμαριώτη
[Σαράντου Ι. Καργάκου]: «Τα Ευαγγελικά», περ. Πανσπουδαστική, τ. 48, Μάιος
1964, μεσαίες σελίδες).
Ο διοικητής της Αστυνομίας Βούλτσος,
φοβούμενος τη γενίκευση των ταραχών, αποφασίζει να πάρει αυστηρά κατασταλτικά
μέτρα. Έτσι όταν οι φοιτητές αποφασίζουν να συγκροτήσουν διαδήλωση, μια ίλη
ιππικού επελαύνει και τους απωθεί στα Προπύλαια. Το απόγευμα, ο Πρύτανης
ανακοινώνει απόφαση της Συνόδου, ότι αποδοκιμάζει τις μεταφράσεις, μα οι
φοιτητές αρνούνται, επιμένουν στο θέμα του αφορισμού και εξορμούν. Το ιππικό
τους εμποδίζει. Συμπλέκονται. Οι Φοιτητές ανοίγουν τις ομπρέλες τους μπροστά
στ’ άλογα και κείνα έντρομα τρέπονται σε φυγή. Τελικά όμως το ιππικό με γυμνές
σπάθες και συνεχείς επελάσεις αναγκάζει τους φοιτητές να συμπτυχθούν στο
Πανεπιστήμιο. Εκεί απορρίπτουν νέα έκκληση της Συγκλήτου να επανέλθουν στα
μαθήματα και αποφασίζουν να στείλουν επιτροπές στους προέδρους των συντεχνιών
και να ζητήσουν συμπαράσταση.
Οι επαγγελματικές οργανώσεις ανταποκρίθηκαν
στην έκκληση των φοιτητών και αποφάσισαν να οργανώσουν κοινό συλλαλητήριο στους
Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το βράδυ, επιτροπή φοιτητών μ’ επικεφαλής τον
καθηγητή και διάσημο ιστορικό Παύλο Καρολίδη επισκέπτεται τον μητροπολίτη και
απαιτεί νη λήψη αυστηρότερων μέτρων. Παράλληλα, η φρούρηση του Πανεπιστημίου
οργανώθηκε πιο συστηματικά. Εκλέχτηκε «φρούραρχος» ο Αντ. Λουκιανός, τελειόφοιτος
ης Φιλολογίας, που είχε λάβει μέρος στον Πόλεμο του 1897 ως έφεδρος ανθυπολοχαγός.
Την 8η Νοεμβρίου 1901 γράφτηκε
μια από τις πιο θλιδερές σελίδες της ιστορίας μας. Από τη μια κυριαρχεί ο
φανατισμός και από την άλλη η αμηχανία. Η κυβέρνηση παραπαίει, η Μητρόπολη πελαγοδρομεί,
το παλάτι τα ‘χει χαμένα. Οπότε την κατάσταση ελέγχουν οι πράκτορες των
γερμανικών υπηρεσιών, που την κατευθύνουν όπως θέλουν. Η χώρα οδηγείται στο
χάος Οι «φυσιγνάθωνες αίολοι των δημοσιογραφικών γραφείων», κατά τον Γαβριηλίδη,
ρίχνουν τη σπίθα της πυρκαγιάς, η οποία θα πυρπολήσει την Αθήνα. Ενδεικτικό
είναι το άρθρο ης εφημερίδας «Καιροί» που είχε τον προκλητικό τίτλο «Καύσατέ τους»:
«Εις το πυρ, λοιπόν, την φυλλάδα
τους, εις το πυρ τα «καταχθόνια σχέδιά τους». Την ημέρα του αιματοκυλίσματος οι
«Καιροί» αφηνιασμένοι επιτίθενται χυδαιότατα κατά της βασίλισσας Όλγας με άρθρο
που είχε τον εμπρηστικό τίτλο: «ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΛΑΥΑΣ».
Το «Εμπρός» πάλιν ονειρεύεται
νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου και σχεδιάζει ανηλεείς σφαγές:
«Εάν υπήρχε αυτοκράτωρ έχων την
αυταπάρνησιν να λάβη τον τίτλον του κακούργου (!) υπό της ιστορίας, ικανός να
διατάξη μίαν νύκταν Αγίου Βαρθολομαίου και να σαρώση όλους εκείνους τους
Στουδίτας, οίτινες κατεσπάρασσαν το Βυζάντιον, η μεγάλη εκείνη αυτοκρατορία θα
υπήρχε ακόμη.
Αλλά δυνάμεθα να κηρύξωμεν εις
τας Αθήνας μίαν νύκτα ή και ημέραν του Αγίου Βαρθολομαίου»!
Η «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου»
Και δυστυχώς κατόρθωσαν να
δημιουργήσουν μια - σε μικρογραφία έστω - ημέρα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου η
Πρυτανεία τοιχοκολλεί διαταγή της Αστυνομίας για την οποία απαγορεύεται η
συγκρότηση συλλαλητηρίου. Οι φοιτητές εκλέγουν μόνιμη επιτροπή, συντάσσουν το
ψήφισμα της συνελεύσεως και ορίζουν ως ομιλητές τους φοιτητές Αρβανίτη και
Δήμερ (Νομικής). Αφού άφησαν ισχυρή φρουρά στο Πανεπιστήμιο, στις 2.30 μ.μ.
ξεκινούν για τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Μπροστά στ’ ανάκτορα (όπου σήμερα
είναι η Βουλή) άγημα ναυτών τους εμποδίζει, γίνεται συμπλοκή. πέφτουν κάποιοι
πυροβολισμοί, η ζώνη των ναυτών διασπάται και οι διαδηλωτές με κραυγές εναντίον
των μεταφραστών και της «Σλάβας», ορμούν από την οδό Κηφισίας και Ηρώδου
Αττικού.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος
παρακολουθεί τη διαδήλωση από τον εξώστη και γίνεται αντικείμενο ζωηρών
επευφημιών. Οι διαδηλωτές φθάνουν στο χώρο του Ολυμπιείου, παρακολουθούμενοι
από μία ίλη ιππικού. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί εκεί. Η «Ακρόπολις» τον
υπολογίζει σε 10.000. Μα οι συντεχνίες αργούν να έλθουν και ο κόσμος αρχίζει να
διαρρέει.
Αλλά ενώ το πλήθος αρχίζει να
διασκορπίζεται, ρίχνεται πάλι το σύνθημα προς τη Μητρόπολη. Και η μοιραία
στιγμή φθάνει Πεζοναύτες, παρατεταγμένοι στην οδό Σταδίου, εμποδίζουν την
προσπέλαση των φοιτητών προς την οδό Κοραή. Το ιππικό επελαύνει και απωθεί τους
διαδηλωτές στα πεζοδρόμια.
Κάποιος απ΄αυτούς τότε βγάζει το
περίστροφό του και πυροβολεί Το παράδειγμά του μιμούνται κι άλλοι και η συμπλοκή
γενικεύεται. Να ήταν άραγε φοιτητές αυτοί που πυροβόλησαν; Ίσως, αλλά η
«Ακρόπολις» είναι κατηγορηματική όταν γράφει: «Και τινες μη φοιτηταί εξάγουν τα
περίστροφα και πυροβολούν». Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο επικεφαλής των
πεζοναυτών διατάσσει πυρ άσφαιρο στην αρχή και ένσφαιρο κατόπιν. Στη σύρραξή παίρνουν
μέρος και οι αστυφύλακες που φρουρούν το Υπουργείο Ναυτικών και μερικοί
εγκάθετοι από το Υπουργείο Οικονομικών, που πυροβόλησαν εναντίον των φοιτητών.
Ποίοι τους έβαλαν και ποιό σκοπό εξυπηρετούσαν δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί
κανείς μετά από όσα εκθέσαμε και θα εκθέσουμε.
Η συμπλοκή από το σημείο αυτό και
εξής εξελίσσεται σε πραγματική μάχη. «Σφαίραι διασχίζουσι τον αέρα, λίθοι
αιωρούνται υπέρ τας κεφαλάς του πλήθους και μάχαιραι εξαστράπτουν, ρεβόλβερ
λαμποκοπούν, ράβδοι υψώνονται και καταπίπτουν, άνθρωποι πίπτουν και
ανεγείρονται με σπασμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια, σπασμένα πόδια» («Ακρόπολις»
9.11.1901). Μα το χειρότερο πολλοί μένουν νεκροί. Η κυβέρνηση από το φόβο
ταραχών είχε κινητοποιήσει όχι μόνο τις στρατιωτικές, αλλά και τις ναυτικές
δυνάμεις ης χώρας και είχε καλέσει για ενίσχυση και αυτόν ακόμη το ναύαρχο της
«υποβρυχίου αμύνης», Ιωάν. Μιαούλη! Τελικά οι διαδηλωτές απωθούνται και
κλείνονται στο Πανεπιστήμιο. Προς στιγμήν τα πράγματα ησυχάζουν, μα ξαφνικά μια
ίλη ιππικού ανεβαίνει την οδό Κοραή. Οι φοιτητές νομίζουν πως διενεργεί επίθεση
κατά του Πανεπιστημίου και πυροβολούν με αρκετά θύματα. Οι ιππείς διασκορπίζονται
και μία ανάπαυλα μεσολαβεί, όταν από το πεδίο ης μάχης διέρχεται απερίσκεπτα με
την άμαξά του ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, που γίνεται αντικείμενο σφοδρών
αποδοκιμασιών, συριγμών και λιθοβολισμών. Σε μια νεανική εργασία μου που
δημοσιεύθηκε στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με το ψευδώνυμο Γιάννης
Κουμαριώτης είχα γράψει, με βάση τη μελέτη των εφημερίδων της εποχής τα εξής:
«Ανταλλάσσονται πυροβολισμοί
μεταξύ των διαδηλωτών και προσωπικής φρουράς του Θεοτόκη κι ένας νεκρός ακόμη
πέφτει στο χώμα. Οκτώ νεκροί και 70 τραυματίες ήταν τα θύματα των συμπλοκών της
8ης Νοεμβρίου και θα ήτανε πολύ περισσότερα, αν ο βασιλιάς κάτω από την πίεση
των πραγμάτων δεν απέσυρε τον στρατό. Η «Ακρόπολις» μνημονεύει έναν νεκρό
παραπάνω, λάθος που οφείλεται μάλλον σε σύγχυση της στιγμης».
Τα γεγονότα εξελίσσονται υπό
μορφή κατολισθήσεως. Το ίδιο βράδυ γύρω στις 3 μετά τα μεσάνυχτα ένα μικρό
στρατιωτικό άγημα αποπειράται να κλέψει τα πτώματα των νεκρών και συγκρούεται
με την πανεπιστημιακή φρουρά. Ένας Φοιτητής τραυματίζεται ακόμη. Η κηδεία των
θυμάτων έγινε στις 4 μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου από τη Μητρόπολη με δαπάνες της
Δημοτικής αρχής.
Τον επικήδειο εξεφώνησε ο
καθηγητής Ιγνάτιος Μοσχάκης και τον επιτάφιο ο βουλευτής Νικ. Λεβίδης Όλη η Αθήνα ήταν βουτηγμένη στο πένθος. Τα
αιματηρά γεγονότα, όμως, είχαν και άλλες συνέπειες.
Η κυβέρνηση Θεοτόκη κει ο
Μητροπολίτης Προκόπιος παραιτούνται Μα τα πνεύματα δεν ησυχάζουν ακόμη. Η
φρούριση -παρά τις διαμαρτυρίες του Πρύτανη - συνεχίζεται μέχρι της Ι2ης Νοεμβρίου.
Ρίχνονται κάποτε και μερικοί πυροβολισμοί, μα ευτυχώς χωρίς άλλο θύμα. Τη νύχτα
μάλιστα ης 11ης Νοεμβρίου η φρουρά των φοιτητών εφοδιάζεται με 80 όπλα γρα, δύο
κιβώτια σφαίρες και 500 ψωμιά, που ασφαλώς βγήκαν από τις στρατιωτικές
αποθήκες, για να χρησιμοποιηθούν κατά του στρατού. Ύστερα από αυτά καταλαβαίνει
κανείς πως η φοιτητική εξέγερση ήταν αποτέλεσμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού.
Ο επίλογος
Ο αιματηρός κύκλος των γεγονότων
έκλεισε στις 12 Δεκεμβρίου με μία μεσαιωνική ενέργεια. Νέο συλλαλητήριο
πραγματοποιείται ξανά στο χώρο μπρος στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Οι
φοιτητές ανάβουν φωτιά και καίουν συμβολικά ένα αντίτυπο ης μεταφράσεως. Το
πλήθος δια βοής κάνει δεκτό το ψήφισμα που ζητά την τιμωρία των μεταφραστών και
των «αυτουργών των σφαγών ης 8ης Νοεμβρίου». Κανείς βέβαια δεν τιμωρήθηκε και
οι αυτουργοί θα έμεναν στο σκοτάδι. Όμως, η ιστορική έρευνα έριξε φως. Ο Γ.
Κορδάτος βρήκε στα «χαρτιά» του Κωστή Τοπάλη, υπουργού Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση
Ζαίμη, που σχηματίστηκε μετά τα Ευαγγελικά, τις παρακάτω αποκαλυπτικές
σημειώσεις:
«Τί ειρωνεία αλλά και οπόση ιταμότης
και ανηθικότης. Άλλα συνέβησαν εις τα επίσημα παρασκήνια και άλλα πληροφορείται
από τας εφημερίδας ο λαός, ο πάντα προδομένος, κατά τον ποιητήν. Εχύθη δια τα
Ευαγγελικά και μελάνη δημοσιογραφική εις αρκετήν ποσότητα και το λυπηρότερον
αίμα πολύ. Όσοι είχον συμφέρον παρεπλάνησαν τον λαό και τον ώθησαν εις πράξεις
μεσαιωνικάς. Η αλήθεια εσυκοφαντήθη και η πρόοδος εποδοπατήθη. Και όμως, η
αλήθεια, η πραγματική αλήθεια, ίσως ποτέ δεν θα γνωσθή εν σχέσει με το ζήτημα
οποίος ή οποίοι ευθύνονται δια τας αιματηράς και θλιβεράς φοιτητικάς ταραχάς. Η
ιστορία πάντοτε μεροληπτεί όταν πρόκειται περί ισχυρών και μάλιστα όταν
πρόκειται περι υψηλοτήτων. Οι συκοφάνται έγιναν τιμηταί, κατήγοροι και ήρωες.
Τι ειρωνεία! Και όμως, η αλήθεια είναι καταδικασμένη να παραμείνει «ιερόν
μυστικόν» των ολίγων. Τον ρόλο της... εις τα ευαγγελικά κανείς δεν πρέπει να
μάθη...
Αι ιστορίαι των λαών έχουν πολλά
τοιαύτα σκιερά σημεία. Μα μήπως και οι Βασιλείς δεν είναι άνθρωποι; Δεν έχουν
ανθρώπινα αισθήματα και πάθη; Ας μην είμεθα υπέρ το δέον απαιτητικοί. Το
συμφέρον του έθνους απαιτεί να λησμονήσωμεν τους υπαιτίους των Ευαγγελικών. Εάν
οι περισσότεροι των εφημεριδογράφων υπήρξαν ελεεινοί πατριδοκάπηλοι, καθ’ ην
ώραν μάλιστα ξένη πρεσβεία συνδεδομένη με την μέλλουσα Βασίλισσαν,
επεδαψίλευσεν εις αυτούς υλικάς και ηθικάς παροχάς, το συμφέρον του τόπου και
ιδιαιτέρως το συμφέρον του έθνους απαιτούν την λήθην επ’ αυτών» (Γ. Κορδάτου,
«Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τ. Ε’. σ. 31- 32).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου