Labels

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Ο διάλογος του Μέγα Αλέξανδρου με τον Διογένη

Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατέληξε στα δουλοπάζαρα στην Κόρινθο. Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει.

Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέγει.

“Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;”

Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά “Ανθρώπων Άρχων”. Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε “άρχων ανθρώπων” άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης.

“Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές”.

Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη τον Κύνα, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του.

Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε έναν υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε:

“Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”.

Ο Διογένης απάντησε:

“Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός εάς έρθει να με δει”.

Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.

Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέγει:

“Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”.

Ο Διογένης ατάραχος απαντά:

“Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”.

Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει: “Δεν με φοβάσαι;”

Ο Διογένης απαντάει: “Και τί είσαι; Καλό ή κακό”.

Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πεί ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου “Τί χάρη θές να σου κάνω;”

Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά “Αποσκότησων με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια.

Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντησή του μπορεί και να εννοηθεί εώς “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη.

Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο:”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.

Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή, ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας Βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλειά στο “Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό”. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει.

“Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελέσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εαν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελέσεις το λαό, πάλιν δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν ωφελέσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο”.

Πηγή https://www.perfectreader.net


Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και ο Σπύρος Μήλιος


Η παραχώρηση συντάγματος και η εκδίωξη των Βαυαρών ήταν τα αιτήματα των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν στην αντιπολίτευση, στην οποία από τις αρχές του 1843 μετείχε η πλειονότητα των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων και των τριών κομμάτων. Και στην περίπτωση αυτή εφαρμόστηκε ο συνωμοτικός τρόπος δράσης, δηλαδή μια μορφή αντιπολίτευσης οικεία στην εσωτερική πολιτική ζωή τόσο στα χρόνια της Επανάστασης και της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια όσο και μετά την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου. 


Αποτέλεσμα της συνωμοτικής αυτής δράσης υπήρξε το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο επέφερε πολιτειακή αλλαγή στην κατεύθυνση της συνταγματικής μοναρχίας. Οι πολιτικοί οργανωτές του κινήματος (Α. Μεταξάς, Αν. Λόντος, Κ. Ζωγράφος, Μ. Σούτσος, Ρ. Παλαμήδης) είχαν από τον Αύγουστο προσεταιριστεί αξιωματικούς που κατείχαν σημαντικές θέσεις στο στρατιωτικό μηχανισμό. H συμμετοχή τους συνεπώς κατά την εκδήλωση του κινήματος κρινόταν απαραίτητη για την επιτυχία του. Oι συνταγματάρχες Καλλέργης (διοικητής ιππικού Αθηνών), Σκαρβέλης (διοικητής πεζικού Αθηνών) και Σπύρος Μήλιος (διοικητής Σχολής Ευελπίδων) ήταν εκείνοι που, σύμφωνα με το σχέδιο, θα στασίαζαν την καθορισμένη ημερομηνία, θέτοντας το Παλάτι προ τετελεσμένων γεγονότων. Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, ώστε να συμπίπτει με τον εορτασμό της Επανάστασης. Έτσι, θα εμπεδωνόταν και συμβολικά ότι το κίνημα συνιστούσε συνέχεια και ολοκλήρωση της Επανάστασης.

Ο εκ Χιμάρας Σπύρος Μήλιος
Ωστόσο, η μη τήρηση από όλους αυστηρών συνωμοτικών κανόνων -ο ενθουσιώδης Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς- επέσπευσε την εκδήλωση του κινήματος για τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1843. Τελικά, τη νύχτα της 2ας Σεπτεμβρίου και ενώ τα ονόματα των κινηματιών είχαν μαθευτεί και μικροσυμπλοκές σημειώνονταν έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη, ο Δ. Καλέργης δρώντας αυτοβούλως κατευθύνθηκε στους στρατώνες, ξεσήκωσε τους άντρες του και τους οδήγησε έξω από τα ανάκτορα. Την ίδια στιγμή έδωσε εντολή και άνοιξαν οι φυλακές του Μεντρεσέ. Με τον Καλλέργη ενώθηκε και ο λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς παρότι είχε εντολή να καταστείλει το κίνημα. Κάτω από την πίεση αυτή ο Όθωνας δέχθηκε τα αιτήματα, που προηγουμένως είχαν ήδη λάβει και την τυπική έγκριση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά την εξέλιξη αυτή οι στρατιώτες αποχώρησαν τα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου από τα ανάκτορα και επέστρεψαν στους στρατώνες, ζητωκραυγάζοντας -σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής- υπέρ του συνταγματικού πλέον βασιλιά.

Κατά την Εθνοσυνέλευση που συγκροτήθηκε για την κατάρτιση και το σχέδιο του νέου συντάγματος, συζητήθηκε στην Σύνοδο της Ολομέλειας ψήφισμα για ηθικές και υλικές αμοιβές των αξιωματικών της Φρουράς της Πρωτεύουσας, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο εκ Χιμάρας Σπύρος Μήλιος, που έπαιξε ενεργητικό και σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση ως στρατιωτικός και στη συνέχεια εξελέγη Πληρεξούσιος Θηβών, αρνήθηκε να πάρει τον ισόβιο μισθό του βαθμού του. Πήρε το λόγο προς το τέλος της συνεδρίασης και τόνισε προς την Εθνοσυνέλευση, όπως έγραψε στις 8 Δεκεμβρίου 1843 η εφημερίδα «Αθηνά», ότι αποδέχεται τις ηθικές αμοιβές προς τους αξιωματικούς, αλλά δεν δέχεται την εφ' όρου ζωής μισθοδοσία του «διότι δεν εκινήθην εις τον ένδοξον σκοπόν της ημέρας εκείνης χάριν φιλοκερδείας». Και πρόσθεσε πως «καθ' όσον αφορά το άτομό μου, δεν παραδέχομαι το μέρος με το οποίο υλικώς ανταμείβει τους αξιωματικούς της Φρουράς της Πρωτευούσης η Σύνοδος».

Πηγή himara.gr



Οι Βορειοηπειρώτες είναι Έλληνες και όχι αλλοδαποί

 


Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας γνώρισε την καταπίεση, τον διωγμό, τη βίαιη και αλλαγή της πολιτιστικής της ταυτότητας στα πλαίσια της σκληρότητας του αθεϊστικού, δικτατορικού καθεστώτος που κυβέρνησε την Αλβανία επί πέντε δεκαετίες.

Ο φόβος κι ο τρόμος, η σκληρότητα και η καταπίεση, οι εξορίες, οι φυλακίσεις και οι θανατώσεις, είχαν, εκτός των άλλων, και τον «σύνδρομο» ΕΛΛΑΔΑ. Στο όνομα της Ελλάδας φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες. Με το όνομα της Ελλάδας εκτελέστηκαν και διανοούμενοι παλικάρια.

Το όνομά της Ελλάδας «κλείνονταν» συχνά και «βαπτίζονταν» με τα πιο αισχρά λόγια. Τα σύνορά της κλείστηκαν ερμητικά και όχι απλά αλλά με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα.

Δεν αρκέστηκαν με αυτά. Τα σχέδια των εκάστοτε αλβανικών κυβερνήσεων ήταν πιο βαθιά, πιο μελετημένα, πιο στοχευμένα. Ήταν η αλλοίωση και η αφομοίωση του μειονοτικού ελληνικού στοιχείου. Με την γλώσσα, την θρησκεία, την δημογραφική αλλοίωση, δημιουργία «γκέτου» ή μειονοτικών ζωνών, τις συνεδριάσεις, τις ομιλίες, τα έγγραφα στην αλβανική…

Η κομμουνιστική προπαγάνδα υπέρ της ανωτερότητας των Αλβανών, είχε και τον αντίποδα: την κατωτερότητα των μειονοτικών με τα παρατσούκλια: «μειονοτικοί», «ερχόμενοι», και σε κάθε «αμαρτία» σκ..έλληνες.. Ψυχολογικά τερτίπια αυτά, για να μουδιάσουν το ελληνικό στοιχείο, να νοιώσουν υποβαθμισμένοι και υποχρεωμένοι που… τους ανέχονται και που απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα.

Άντεξαν οι Έλληνες της Αλβανίας.

Καταρρεύσανε τα συρματοπλέγματα, άνοιξαν τα σύνορα. Φύσηξε ένας καινούργιος άνεμος. Ο άνεμος της δημοκρατίας και των ελευθεριών, των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων.

Δυστυχώς ο άνεμος αυτός δεν μπόρεσε να παρασύρει τις χρόνιες μεθοδεύσεις και την ταχτική προς την Ελληνική Μειονότητα. Δεν μπόρεσε ν' αλλάξει την νοοτροπία των αλβανικών κυβερνήσεων προς την Ελλάδα και προς τους Βορειοηπειρώτες. Μάλλον ο άνεμος αυτός έφερε πιο πολύ εθνικισμό. Πιο πολύ μίσος.

Τα μέτρα και οι ενέργειες των Αλβανικών αρχών, σε βάρος της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, καλλιεργούν κλίμα ανασφάλειας στα μέλη της και οδηγούν στην περιθωριοποίηση, τον μαρασμό και τη μαζική φυγή τους. Ευρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις κατά καιρούς υποσχέσεις της αλβανικής πολιτικής ηγεσίας για σεβασμό των δικαιωμάτων της μειονότητας καθώς επίσης και με τα διεθνή κείμενα για προστασία των μειονοτικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Νωχελική και η πολιτική της Ελλάδος.

Πολύ θερμά υποδέχτηκε ο ελληνικός λαός τους κατά εκατοντάδες Βορειοηπειρώτες τα πρώτα χρόνια της μαζικής φυγής, όταν έπεσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και το όνειρο της αγκάλης της Μητέρας Ελλάδος έγινε πραγματικότητα. Οι Βορειοηπειρώτες δεν θα το ξεχάσουν και θα τους είναι ευγνώμων.

Διαφορετική, όμως, ήταν η στάση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. «Να μην έχουμε προβλήματα με τους Αλβανούς, να τους μετακομίσομε σε κανένα ξερονήσι…» «Εδώ (Β. Ήπειρο) κατοικούν Αλβανοί πολίτες, που μιλούν Ελληνικά». «Αυτοί (Βορειοηπειρώτες) δεν δικαιούνται να γιορτάζουν τις εθνικές γιορτές (25η Μαρτίου & 28η Οκτωβρίου) και ν' αναρτούν στα μπαλκόνια τους την ελληνική σημαία»… (Ωχ, τι έχουμε ν' ακούσουμε άλλο!!!) ήταν στην πάροδο του χρόνου, δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας την καρδιά μας θρύψαλα.

Δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων και η πολιτική της ΝΔ προς τον βορειοηπειρωτικό χώρο και τους Βορειοηπειρώτες.

Με πολλά ανακοινωθέντα, υπομνήματα και διαμαρτυρίες της οργάνωσης ΟΜΟΝΟΙΑ κατορθώθηκε η ελεύθερη επικοινωνία των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών με τον εθνικό κορμό. Με πολλές διαμάχες και εντριβές, κατορθώθηκε η απόκτηση της διπλής υπηκοότητας. Ν' αναγνωριστεί ο Βορειοηπειρώτης Έλληνας de facto πως είναι Έλληνας.

Δεν άρκεσε αυτό. Η ρετσινιά του «Αλβανού», δεν θεραπεύτηκε ποτέ. Μόνον η λέξη «Αλβανία», χώρα προέλευσης, που αναγράφεται στην ταυτότητα, κεντρίζει υπαλλήλους και φαρισαίους, δημιουργώντας εμπόδια και ταλαιπωρίες στον κάτοχο Βορειοηπειρώτη, για την επίλυση κάποιου προβλήματος.

Για να επωφεληθείς κάποιο επίδομα, την σύνταξη του ΟΓΑ, κάποια βοήθεια αλληλεγγύης, πρέπει να είσαι κάτοικος της Ελλάδος, να έχεις μόνιμη κατοικία σε κάποιο μέρος της. Αλλιώς…

Αλλά κι αυτά τα επιδόματα, όσοι κατόρθωσαν να τα απολαύσουν, με μια τσεκουριά ο κ. Σαμαράς τα πέταξε στο καλάθι των άχρηστων.

«Ήρθαν κυβερνήσεις και μεγάλες και μικρές και καμία δεν σου είπε τι έχεις, Δροπολίτισσα που κλαις», λέει ένα τραγούδι που τραγουδιέται στην Δρόπολη. Δυστυχώς οι στίχοι του τραγουδιού αυτού σήμερα ισχύουν για όλον τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό.

Ο κ. Βρούτσης ανήγγειλε κάποια ημερομηνία (το Μάρτιο της τρέχουσας χρονιάς), μπροστά στον Πρόεδρο της Βουλής πως θα δώσει μια λύση στο επίδομα των Βορειοηπειρωτών. Το έσπρωξε για τον Ιούνιο. Το δικαιολόγησε με την πανδημία του κορωνιού και τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν. Δεσμεύτηκε και ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ως απάντηση στον Βορειοηπειρώτη ταλαντούχο τραγουδιστή Χρήστο Μάστορα. Ακούγονται φωνές για τον Γενάρη!!!

Λόγια. Μόνον λόγια και εφαρμογή του ρητού «Τράβα και μη το κόβεις».

Δεν μπορούν να το χωνέψουν μερικοί πως οι Βορειοηπειρώτες είναι Έλληνες, είναι και Ευρωπαίοι και δεν είναι αλλοδαποί.

Έπρεπε από καιρό οι αστυνομικές διευθύνσεις να είχαν το γραφείο εξυπηρέτησης των ομογενών και όχι ένα κοινό γραφείο με το όνομα «Αλλοδαπών».

Έκλεισε το τελωνείο του Μαυροματίου. Μια διάβαση που εξυπηρετούσε άπταιστα τους ελληνικής καταγωγής πολίτες των νομών Δελβίνου και Αγίων Σαράντα. Ζητούν αρνητικό τεστ και καραντίνα οκτώ ημερών για να περάσεις τα σύνορα και να πας στην Ελλάδα. Κηδεύονται οι πατεράδες και οι μανάδες, χωρίς την παρουσία των παιδιών. Είναι τα μέτρα, είναι η καραντίνα. Χάνουν τις δουλειές τους. Και κάποιοι που έρχονται, λαθραία, από τα βουνά, όπως τα πρώτα χρόνια.

Δικαιολογούμε τα μέτρα του Υπουργείου Υγείας και της Κυβέρνησης γενικά, αλλά όχι σε βάρος των Βορειοηπειρωτών. Δεν είναι τα τεστ της κακαβιάς (που ένας Θεός ξέρει που γίνονται, πώς γίνονται και ποιοι πλουταίνουν, 100 ευρώ το τεστ), αλλά οι συναθροίσεις στα μπαρ και στα κέντρα διασκέδασης των νεών. Τα μέτρα αυτά είναι άλλο ένα «σήμα κινδύνου» της μη παραμονής στα πάτρια εδάφη, αλλά του ξεριζωμού.

Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός θέλει έμπρακτες λύσεις, τόσο για την ασφάλεια και την παραμονή του εδώ στα πάτρια εδάφη, όσο και για την ίδια την επιβίωσή του.

Και μία από τις λύσεις είναι και η ξεκάθαρη αναγνώριση τους, όχι ως «μειονοτικοί» ή «αλλοδαποί» αλλά ως Έλληνες.

Πηγή Βαγγέλης Παπαχρήστος - sfeva.gr

 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

  πίθεση καθορίστηκε νά γίνει τά μεσάνυχτα τς 8ης πρός τήν 9η Αγούστου


Στς 9 το Αγούστου, μόλις βράδιασε, ταν πι ο λληνες τοιμάζονταν ν ξεκινήσουν, μαθαίνουν πόναν χωριάτη πς στ Πλατάνια φτάσανε τν δια κείνη μέρα, σαμε χτ χιλιάδες χτροί. Τότες Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους κα τος λλους χτακόσιους τος δωσε στν Τζαβέλλα πο θ χτύπαγε στ Πλατάνια. κουμπώντας πάνω στ ντουφέκι του το λέει:

– Θ’ νταμωθομε στν κάτω κόσμο…

Τράβηξαν μίλητες σκις στ σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτ σν τ’ γρίμια. Λίγο πειτα π τ μεσάνυχτα Μάρκος κα τ παλικάρια του φτάσανε μπροστ στ τούρκικο ρδ δίχως τ καραούλια το χτρο ν τος πάρουν μυρωδιά. Εχε προστάξει τος Σουλιτες ν μ ντουφεκίσουν, μόνο ν προχωρνε μ γυμν τ σπαθι μιλώντας φωναχτ ρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τος ρχηγούς τους. Τ κόλπο πέτυχε. Ξύπναγαν ο χτρο π τόσο ταβατούρι κι ναρωτιόνταν τί τρεχε. Ο πιότεροι π’ ατος θάρρεψαν, πς ταν κάποιο μπουλούκι πο εχε παράπονα γι μιστος κα σήκωσε κεφάλι. Κα μία κα δν ντουφέκαγαν, παρ μονάχα φώναζαν, κανες δν τος βάρεσε.

– Χατς, ρέ, χατς, δν εναι Γκιαούρηδες! Λέγανε ο ρβανιτάδες.

Μ ο λληνες εχανε πι σιμώσει στ τσαντίρια τν πασάδων. Τότες Μάρκος προστάζει τν τρουμπετιέρη ν βαρέσει γιουρούσι.

– Δν εναι, ρ χατς, φωνάζει, μ εναι Μάρκο Μπότσαρης κα θ σς σφάξει λους!

κονε ο χτρο ν βαράει τρουμπέτα μας μέσα στν καρδι το ρδιο τους πίθεση καθορίστηκε ν γίνει τ μεσάνυχτα τς 8ης πρς τν 9η Αγούστου… κα σύγκαιρα ν πέφτει πρώτη μπαταρι κα σαστίζουν:

ρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (ρχεται Μάρκος Μπότσαρης).

λλοι καθς τρέχανε ν γλυτώσουν πέφτανε πάνω στος δικούς μας κα χάνονταν κι λλοι δειάζανε τ ντουφέκια τους κα τς πιστόλες τους σ’ ποιον κι ν συναπαντοσαν διαφορώντας ν εναι φίλος χτρός.

Ο δικοί μας ναποδογύριζαν τ τσαντίρια σπέρνοντας τν τρόμο κα τ θάνατο στος γουροξυπνημένους τουρκαλάδες. Λαβώνεται Μάρκος Μπότσαρης στ βουβώνα, μ δ λέει τίποτα μν τυχν κα κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μι μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ ατ κα βρίσκεται πρόσωπο μ πρόσωπο μ τν γνώριμό του π τν καιρ το λήπασα γο Βασιάρη. Τν παραδίνει στ παληκάρια του ν τν φυλνε.

Γυρεύει τ τσαντίρι το Σκόρδα, μ κενος πρόλαβε ν’ ποτραβηχτε μ μία σημαντικ δύναμη κα ν ταμπουρωθε πίσω πόναν φράχτη.

Μάρκος ρμάει κατ κε ν τος ξεμπροστιάσει. Σν φτασε, πρτος νάμεσα στος πρώτους, νασηκώνει τ κεφάλι του ν δε πόσοι χτρο ταν πίσω π’ ατόν. νας ράπης τζοανταραος το Τσελελεντιμπέη, πο λαχε ν βρίσκεται σ κενο τ μέρος, τν εδε κα το δειάζει π σιμ κατακέφαλα τ μπιστόλα του. Τ βόλι μπκε π τ δεξί του μάτι κα σφηνώθηκε στ καύκαλό του.

– Βαρέθηκα, δέρφια…. Πρόλαβε μονάχα ν πε κα σωριάστηκε κάτω.

Τρέξανε, τν τύλιξαν σ μία κάπα κι ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τν πρε στν μο. Μ σ λίγο, καθς ποτραβιόταν, ξεψύχησε. Τότες ο σύντροφοί του σφάξαν τν γο Βασιάρη ν κδικηθον τν θάνατό του.

Πάει Μπότσαρης, χάθηκαν ξήντα Σουλιτες κι λλοι σαράντα λαβώθηκαν, μ κι ο χτρο πλερώσανε κριβά. Πάνω π χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν κα πληγώθηκαν. Πήρανε ο δικοί μας σαμε τρες χιλιάδες ντουφέκια κα μπιστόλες κι ς διακόσια λογα.

ποφάσισαν ν θάψουνε τν ρωα στ Μεσολόγγι. Περνώντας π τ μοναστήρι το Προυσο στάθηκαν ν ξαποστάσουν κι κούμπησαν τ κουφάρι του στν κκλησιά.

Καραϊσκάκης, πο βρισκόταν βαρει ρρωστος στ κρεββάτι του, σηκώθηκε π τ στρμα, σύρθηκε ς τν κκλησιά, σίμωσε τν νεκρό, νασήκωσε τν κάπα, κύταξε γι λίγο τν Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε κα τόνε φίλησε στ κούτελο λέγοντας:

μποτες, Μάρκο κι γ π τέτοιονε θάνατο ν πάω…

Πηγή Δημήτρη Φωτιάδη  π τ βιβλίο νθυμήματα, κδ. Κέδρος.