Labels

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Μανουὴλ ἀπὸ τὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης


Aγ. Νικοδήμου γιορείτου, Συναξαριστής, τ. Δ΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος ερομονάχου, Νέα Σκήτη-γιον ρος, σ. 90-92


Ατς Μάρτυρας το Χριστο Μανουλ ταν π τ Σφακι τς Κρήτης γεννημένος π γονες Χριστιανούς. Κα ταν ταν νέος κόμη στν λικία, σκλαβώθηκε π τος Τούρκους ο ποοι πγαν κα πέταξαν τ Σφακιά, ταν ποστάτησαν. Κα ταν τν εδαν ο γαρηνοί, τι ταν πιδέξιος στν πηρεσία τους τν καναν Τορκο μ τν βία κα το καναν κα περιτομή, σύμφωνα μ τν συνήθειά τους. λλ ελογημένος Μανουήλ, πειδ ταν θεοσεβής, βαλε τ δυνατά του κα φυγε π κε κα πγε στν νσο Μύκονο καί, φο ξομολογήθηκε τν μαρτία του κα κανε μ προθυμία τν πρέποντα κανόνα κα μυρώθηκε, ταν πάλι Χριστιανός.

Κα μετ π ρκετ χρόνο παντρεύτηκε κα νόμιμη γυναίκα π κε κα κανε κα ξι παιδι μαζί της. πειδ μως κατάλαβε, τι ατ προδιδε τν τιμή της κα κανε μοιχεία μ λλον, καθς φοβήθηκε τν Θεό, δν τν κακοποίησε, οτε τν κανε θέαμα. λλά, φο πρε τ παιδιά του, φυγε π τ σπίτι της καί, φο νοικίασε λλο σπίτι, καθόταν μ τ παιδι του συχάζοντας. Εχε μως κα μπατζανάκη, νθρωπο πάρα πολ κακ κα μιαρό. ποος πάντοτε τν φοβέριζε, τι θ τν κακοποιήσει γι τν περιφρόνηση πο δειξε στν δελφή τς γυναίκας του. λλ τί κολούθησε; Κατέβαινε Μανουλ π τν Σάμο στν Μύκονο μ να πλοο, φορτωμένο ξύλα. Κα κατ τύχη συναντ στν θάλασσα να... καράβι το καπετν πασ, τ ποο φύλαγε τν σπρη θάλασσα.

Προστάζεται, σύμφωνα μ τν συνήθεια, ν πάει κοντ στ καράβι, μέσα μως σ’ ατ ταν προαναφερθες μπατζανάκης του, πηρέτης το γ το καραβιο. ποος μόλις εδε π μακρι τν ελογημένο Μανουήλ, τρέχει μ προθυμία κα λέει στν γά, τι νθρωπος, πο ρχεται μ τ καΐκι, πο φωνάξαμε, ταν κάποτε Τορκος κα τώρα συμπεριφέρεται ς Χριστιανός. Τότε, φο τν στησε μπροστά του γς τν ρωτοσε, τί νθρωπος εναι. κενος το επε· «Χριστιανς εμαι π τν γέννησή μου». γς το επε· «Μία φορ σουν Χριστιανός, στερα μως τούρκεψες μ τν θέλησή σου, γι’ ατ πρέπει πάλι ν γυρίσεις στν πίστη μας, διότι ἐὰν δν δεχθες, πρόκειται ν σ παιδεύσω σπλαχνα, σπου ν ξεψυχήσεις».

Μάρτυρας μως, φο πρε δύναμη π ψηλ κα χωρς ν βάλει καθόλου μ τν νο του τς φοβέρες του, ποκρίθηκε, τι Χριστιανς γεννήθηκα κα Χριστιανς εμαι κα Χριστιανς θ πεθάνω. Μόλις τ κουσε ατ γς ργίστηκε πολ κα τν παρέδωσε στος βασανιστές, ν τν τιμωρήσουν. Ο ποοι τν παίδευαν μ μεγάλη σπλαχνία γι πολλς μέρες, μέχρις του πγαν στν Χίο, που βρισκόταν καπετν πασς μ τν βασιλικ ρμάδα.

Τότε Μάρτυρας παρακαλε ναν Χριστιαν π τν δρα, πο ταν στ διο καράβι, ν βγε ξω, γι ν το φέρει κανέναν πνευματικ ν ξομολογηθε, στόσο δν τόλμησε κανένας πνευματικς ν πάει π τν φόβο τν γαρηνν. νας μως π τος πνευματικος επε στν προαναφερθέντα νθρωπο π τν δρα κρυφά, ρισμένες παραγγελίες κα συμβουλς γι ν τς πε στν Μάρτυρα, γι ν το δώσει θάρρος κα παρηγοριά. Κα ταν τς κουσε ατς Μάρτυρας, λαβε περισσότερη μψύχωση κα επε· «Κα γ τν διο σκοπ χω. Τί σήμερα ν πεθάνω κα τί αριο; κόσμος ατς εναι προσωρινός. Παρ ν πεθάνω αριο κολασμένος, καλυτέρα ν πεθάνω σήμερα γι τν πίστη μου κα ν σώσω τν ψυχή μου». Λοιπν τν δια μέρα παρέδωσε γς το καραβιο τν Μάρτυρα στ χέρια το καπετν πασ, λέγοντας σ’ ατν λη τν πόθεση. δ καπετν πασς φο παρέστησε τν Μάρτυρα μπροστά του, τν ρώτησε, τί εναι; Ατς τότε ποκρίθηκε, τι εναι Χριστιανός.
Τότε γεμόνας πρόσταξε ν γυμνώσουν τ πόκρυφα μέλη του. Κα μόλις γινε ατό, εδε καπετν πασς μ τ μάτια του τν περιτομ τς σάρκας του. τσι επε σ’ ατόν· «Πς λοιπν λές, τι εσαι Χριστιανός». Μάρτυρας ποκρίθηκε· «π τν γέννησή μου Χριστιανς εμαι, στόσο σκλαβώθηκα πολ μικρς κα μ τν βία μ τούρκεψαν. Τώρα μως πάλι Χριστιανς θέλω ν εμαι». ταν τ κουσε ατ πασς δωσε προσταγ ν τν ποκεφαλίσουν χωρς καθυστέρηση. Τότε Μάρτυρας σήκωσε τ χέρια κα τ μάτια στος ορανος κα επε μεγαλόφωνα· «Δόξα σο Θεός». Κα φο τν παρέλαβαν ο πηρέτες το πασ, τν πγαν λίγο πι μακρι π τ παλάτι, κοντ σ να σφαγεο, στν ποκαλούμενη παλαι βρύση κα κε Μάρτυρας το Χριστο, χωρς ν τν προστάξουν, μόνος του γονάτισε στν γ κα κλινε τν κεφαλή, προσμένοντας μ χαρ μεγάλη τν θάνατο.
λλ κενος πο πιχείρησε ν τν ποκεφαλίσει κυριεύθηκε π μεγάλη δειλία κα φο ρριξε τ σπαθί, φυγε. Μόλις γινε ατό, κολούθησε θόρυβος κα ταραχ μεταξ τν Τούρκων. δ Μάρτυρας δν γύρισε καθόλου τ μάτια του, γι ν δε τί γινόταν, λλ στεκε γονατισμένος κα τάραχος προσέχοντας μόνο τν αυτό του. Τότε νας τζαούσης το γεμόνα, φο ρπαξε τν μάχαιρα, χτυποσε στν λαιμ το Μάρτυρα πολλς φορς κα σ πολλ μέρη, στόσο δν μπόρεσε ν κόψει τν κεφαλή.
Βλέποντας μως, τι δν κατορθώνει τίποτε, καθς ργίστηκε πολύ, ρίχνει κάτω στν γ τν Μάρτυρα καί, φο πεσε πάνω του, ρπάζει τν κεφαλή του κα τν κατασφάζει, σν πρόβατο ληθινό του Χριστο. ταν δ μέρα Δευτέρα, ρα τέσσερις. Τν πομένη, ταν μαθε γεμόνας τν χαρά, πο λαβαν ο Χριστιανο γι τν τελείωση το Μάρτυρα κα τν συρροή, πο κάνουν στ παντιμό του κα γιο λείψανο, πρόσταξε κα τ σήκωσαν π κε, μαζ κα τν ερή του κεφαλ κα φο δεσαν σ’ ατ μεγάλες πέτρες, τ ρριξαν στν βυθ τς θάλασσας μ φωνς πολλς κα δυνατς κραυγές. δ γία του ψυχ νέβηκε στος ορανος κα συμπεριλήφθηκε στος γίους Μάρτυρες κα τώρα στέκεται δίπλα στν Χριστό, πο πόθησε κα λαμβάνει π ατν τν μάραντο στέφανο το Μαρτυρίου, βρισκόμενη στν χορ μαζ μ λους τούς γίους κα δοξάζοντας τν Πατέρα, τν Υἱὸ κα τ γιο Πνεμα, τν να μέσα στν Τριάδα Θεό.
Στν ποο ρμόζει κάθε δόξα τιμ κα προσκύνησις στος αἰῶνες τν αώνων. μήν.
Πηγή