«Το
Ελληνόπουλο»
Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
῾Η Χίο, τ’ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λυγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια
καθρέφτιζε μέσ’ στὰ νερά.
᾽Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν’ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη
μέσ’ στὴν ἀφάνταστη φθορά.
-Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες
γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά ̓χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ
ματάκια σου ν ̓ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι
μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;
Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω
γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω
ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ
μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη
καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;
Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι;
Μήπως τὸ κρίνο ἀπ ̓ τὸ ̓Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ’ τὸ δεντρὶ
ποὺ μέσ’ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ’ ἕν’ ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει
μέσ’ ἀπ ̓ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;
Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα
καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ
τοῦτα; Πὲς! Τ’ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί; -Διαβάτη,
μοῦ κράζει τὸ ᾽Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτη θέλω, νά!
Βίκτωρ Ουγκώ
(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)
Το ιστορικό
πλαίσιο της εποχής
Η έκρηξη της
Επανάστασης βρήκε το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της Χίου να ευημερεί (117.000
έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 100 Εβραίων). Με τον στόλο τους, το εμπορικό
τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους, οι Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα,
το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Σουλτάνο να παραχωρήσει
στο νησί πολλά προνόμια, που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας.
Έτσι, οι κυρίαρχες
τάξεις της Χίου δεν είχαν κανένα λόγο να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Το
μαρτυρά και η αποτυχία του Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821. Οι ντόπιοι πρόκριτοι
είχαν και μία σοβαρή δικαιολογία να αντιδρούν στον ξεσηκωμό: η Χίος βρίσκεται
σχεδόν δύο μίλια από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα
εξέγερσης να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Στις 10
Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη
Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει
τους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000 Τούρκοι του νησιού
πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο και η ολιγοήμερη πολιορκία τους δεν έφερε
κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς
εξοπλισμένοι.
Μόλις έφθασε το
μαντάτο της εξέγερσης στην Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ την εξέλαβε ως
αχαριστία των Χίων, αλλά και ως προσωπική προσβολή, επειδή η αδελφή του
καρπούταν από το νησί τον φόρο από τα μαστιχόδεντρα. Έμπλεος οργής διέταξε
αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης και εξήντα από
αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο
Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στον νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους
εξεγερθέντες.
Στις 30
Μαρτίου 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρα-Αλής αποβίβασε
στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς κατέστειλε
εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και
τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησε
όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες
σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού,
42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις
επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Τούρκοι έχασαν
περίπου 600 άνδρες, ενώ αναφέρθηκαν και θύματα μεταξύ των Εβραίων, που
διεκπεραιώθηκαν από τη Μικρασιατική ακτή στο νησί για να πλιατσικολογήσουν και
επόπτευαν το δουλεμπόριο.
Τα αιματηρά
γεγονότα της Χίου προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η κοινή γνώμη
ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν
τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι (Ντελακρουά) τις απεικόνισαν
και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά
καταστροφή. Πολλοί έκαναν λόγο για το ασυμβίβαστο της τουρκικής φυλής με τον
ανθρωπισμό, ενώ άλλοι τόνισαν την αδυναμία συνύπαρξης Χριστιανών και
Μουσουλμάνων. Η ελληνική νέμεση θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της
τουρκικής ναυαρχίδας του Καρα-Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6
– 7 Ιουνίου 1822).
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου