Απελευθέρωση
των Ιωαννίνων – 21η Φεβρουαρίου 1913
«Σ’ ὅλο τὸν κόσμο ξαστεριὰ
Σ’ ὅλο τὸν κόσμο ἥλιος
Καὶ στὰ καημένα Γιάννενα
Μαῦρο βαθὺ σκοτάδι».
Μαῦρο βαθὺ σκοτάδι σκέπασε τὰ Γιάννενα ἐπί πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες, ἀπό τις 9 Ὀκτωβρίου τοῦ 1430, ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ ὁ Τοῦρκος κατακτητὴς εἰσῆλθε στὴν πόλη καὶ ἐξαπλώθηκε σ’ ὅλη τὴν περιοχή.
Ὅμως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπεσε ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, κανένας δὲν πίστεψε πὼς ὅλα ἀνῆκαν στὸ πυρωμένο ἀπὸ τὴ βία τοῦ τυράννου παρόν. Ὅλοι νωρὶς συνειδητοποίησαν τὴ διάρκεια τῆς φυλῆς κι ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὰ ἰδανικά, τοὺς γέννησαν τὴν ἐλπίδα πὼς «πάλι μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλι δικά μας θἆναι».
Ὁ κατακτητὴς βέβαια ἦταν σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος. Ἔσφαζε, τυραννοῦσε, ἅρπαζε τὰ παλληκαρόπουλα γιὰ νὰ τὰ κάνει Γενίτσαρους, ἐχθροὺς τοῦ ἔθνους καὶ τῆς πίστης. Μὰ οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν κι οἱ Γιαννιῶτες κρατοῦσαν. Κάποτε μάλιστα σήκωναν ἀποφασιστικὰ τὸ κεφάλι, ὅπως τὸ 1611 μὲ τὸν Διονύσιο Φιλόσοφο, γιὰ ν’ ἀποτινάξουν τὸ ζυγό, νὰ διώξουν τὸν κατακτητή. Χωρὶς ἀποτέλεσμα βέβαια. Μάλιστα οἱ κάτοικοι τότε τὸ πλήρωσαν ἀκριβά. Διώχτηκαν μέσα ἀπὸ τὸ κάστρο, ὅπου κατοικοῦσαν, καὶ πετάχτηκαν ἔξω ἀπροστάτευτοι κι ἐκτεθειμένοι στὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν Τούρκων. Κι ὅμως δὲν λύγισαν.
Ἄρχισαν μιᾶς ἄλλης μορφῆς ἀγώνα. Ἀγώνα τοῦ πνεύματος. Στὰ πιὸ σκοτεινὰ χρόνια τῆς πορείας τοῦ ἔθνους στὰ Γιάννενα καλλιεργήθηκαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἀπὸ σοφοὺς διδασκάλους καὶ λειτούργησαν ἀξιόλογες σχολές, ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸν σημαιοφόρο γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐπανάσταση. Ἀναπτύχθηκε τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ τέχνη· διασώθηκε ἡ παράδοση.
Ἔτσι ὁ ζυγός τῆς δουλείας ἔγινε ἐλαφρύτερος καὶ σιγά-σιγὰ τὰ Γιάννενα ὅσο οἱ αἰῶνες κυλοῦσαν ἔγιναν ἡ πατρίδα ὅλων ἐκείνων ποὺ πίστευαν στὸ ὑπέρτατο ἀγαθὸ τῆς ἐλευθερίας, τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας.
Κι ὅταν ξημέρωσε ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τῆς 25ης Μαρτίου 1821 κι ὅλη ἡ Ἑλλαδα ξεσηκώθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ, ἀναπτερώθηκαν κι οἱ ἐλπίδες τῶν Γιαννιωτῶν. Ὅμως, ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο ἑλληνισμὸ καὶ χωρὶς ἐνισχύσεις, ἔχοντας πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι τους τὸ φοβερὸ Ἀλή-πασὰ ὡς τὸ 1822, ὅταν ὁ σουλτανικὸς στρατὸς τὸν ἐξουδετέρωσε, τὰ Γιάννενα δὲν ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς λευτεριᾶς.
Τὰ σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μετὰ τὴν ἐπανάσταση σταμάτησαν στὴν Ἄρτα καὶ ἡ υπόλοιπη Ἤπειρος εξακολούθησε νὰ εἶναι τούρκικη.
Γιὰ τὴν Ἤπειρο ἡ μεγάλη ὥρα ἔφτασε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1912, ἀρχὴ τῶν βαλκανικῶν πολέμων, ὅταν στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα τῆς Ἄρτας ἔπεσε ἡ πρώτη κανονιὰ καὶ ἀκούστηκε μὲ δωρικὴ λιτότητα ἡ διαταγὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στρατιᾶς ποὺ προορίζονταν γιὰ τὴν Ἤπειρο, στρατηγοῦ Σαπουντζάκη:
-Εἰσβάλατε διὰ τῆς γεφύρας τῆς Ἄρτης εἰς τὸ ἠπειρωτικὸν ἔδαφος.
«Ἐμπρὸς καὶ στὰ Γιάννενα, ἀκούεται μιὰ κραυγὴ καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ καμαρώνει τοὺς εὐζώνους καὶ δακρύζει εἰς τὸ πέρασμά των, σείεται ἀπὸ τὴν ἐπανάληψιν τῆς ὡραίας καὶ συγκινητικῆς εὐχῆς…», γράφει ἱστορικὸς τῆς ἐποχῆς.
Ἔτσι ἄρχισε ἐκείνη ἡ ἐποποιία τοῦ 1912-13. Πολεμοῦσε ὁλάκερη ἡ φυλή. Τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ πύκνωναν ἐθελοντικὲς ὁμάδες ἀπ’ τὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμὸ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ κάθε ἄκρη τῆς γῆς. Ὅλοι πολεμοῦσαν γιὰ τ’ ἀναλλοίωτα καὶ ἀπαράγραπτα δίκαια τοῦ ἔθνους καὶ ἡ ἱερὴ τοῦ Γένους παράδοση συνεχιζόταν.
«Ἡ μισὴ Αἴγυπτος ἦταν σκορπισμένη στὴν Ἤπειρο», ἀναφέρει ἡ ζωγράφος- λογία Φλωρά-Καραβία.
Ἁπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἔφτασαν οἱ νέοι Ἱερολοχίτες πού, προσκολλημένοι στὸ ἀνεξάρτητο Σύνταγμα Κρητῶν, πρόσφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία στὸν ἀδυσώπητο θεὸ τοῦ πολέμου γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἠπείρου.
Καὶ πῶς νὰ παραλείψουμε τὸν γλυκὺ καὶ εὐγενῆ κερκυραῖο ποιητὴ Λορέντζο Μαβίλη πού, ξεψυχώντας στὴ λυσσαλέα μάχη τοῦ Δρίσκου, πρόφερε τὴν ὑπέροχη φράση: «Δὲν τὴν ἤλπιζα τέτοια τιμή, νὰ δώσω τὴ ζωή μου γιὰ τὴν Ἑλλάδα».
Ὅσο ὅμως πρόθυμη καὶ ἂν ἦταν ἡ προσέλευση τῶν ἐθελοντῶν ποὺ προστέθηκαν στὶς τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, ἡ δύναμη τοῦ ἀντιπάλου, ὅπως πάντα ἄλλωστε στοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων, ἦταν σαφώς ἀνώτερη. Καὶ ἡ ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν Τούρκων συμπληρωνόταν μὲ τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα ποὺ εἶχαν ὑψώσει οἱ κατακτητὲς γύρω ἀπ’ τὰ Γιάννενα μὲ πρῶτο καὶ σημαντικότερο τὸ ἀπόρθητο ὀχυρὸ τοῦ Μπιζανίου, τοῦ ὁποίου τὰ σχέδια ἔθεσε ὁ Γερμανὸς στρατάρχης Γκὸλτς ἀπὸ τὸ 1909. Τὰ ὀχυρὰ αὐτὰ ἦταν σὲ τέτοια θέση ὥστε νὰ ἐλέγχουν ὅλα τὰ Γιάννενα ἀλλὰ καὶ τὸν δρόμο πρὸς τὴν Πρέβεζα, μοναδικὴ ἔξοδο τῶν Ἰωαννίνων πρὸς τὴ Νότια Ἑλλάδα.
Κι ὅσο ὁ καιρὸς περνοῦσε κι ἦταν φανερὸ πλέον πὼς ἦταν κοντὰ ἡ τελικὴ ἀναμέτρηση τῆς ἑτοιμόρροπης ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας μὲ τοὺς ὑπόδουλους ἀκόμα σ’ αὐτὴν βαλκανικοὺς λαοὺς τόσο καὶ ὁ κλοιὸς ἄρχισε νὰ σφίγγει γύρω ἀπὸ τὰ Γιάννενα. Οἱ Τούρκοι ὁλοκλήρωσαν περιμετρικὰ τὴν ὀχύρωση. Τὰ Γιάννενα ἀποκλεισμένα ἀπὸ παντοῦ. Πῶς θὰ μπορέσει νὰ εἰσχωρήσει ὁ ἑλληνικὸς στρατός;
Στὸν κεντρικὸ δρόμο ἀπὸ Πρέβεζα γιὰ Γιάννενα ὁ στρατός μας βρίσκεται καθηλωμένος πολὺν καιρό. Χιόνια, κρύο, βροχές…
«Στὰ Πεστὰ καὶ στὸ Μπιζάνι, Μάνα μου τί κρύο κάνει.»
Τὰ ἐχθρικά λοιπὸν πυροβόλα βάλλουν ἀλύπητα καὶ τὸ Μπιζάνι παραμένει ἀπόρθητο.
Στὶς 10 Ἰανουαρίου, ὅταν ὁ νέος ἀρχηγός τῶν ἐπιχειρήσεων, διάδοχος Κωνσταντῖνος ἔφτασε στὸ μέτωπο ὁ ἀγώνας πῆρε μίαν ἄλλη ἔκφραση. Ἀπ’ τὸ Χάνι τοῦ Ἐμίν-Ἀγὰ ὅπου εἶχε τὸ στρατηγεῖο του ἔστειλε μήνυμα στὸν συμμαθητή του στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βερολίνου, Ἐσσὰτ πασᾶ, νὰ τοῦ παραδώσει τὴν πόλη.
«Ἔχω διαταγὴ νὰ ἀμυνθῶ ὅσο δύναμαι, καὶ θὰ ἀμυνθῶ»: ἀπήντησεν ἐκεῖνος.
Ἔτσι ὁ ἀγώνας συνεχίστηκε. Τὸ ἀδύνατο τῆς κατάληψης τοῦ Μπιζανίου ὁδηγεῖ τὸ ἐπιτελεῖο στὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ τοῦ μετώπου, δηλαδὴ ἀπὸ Μανωλιάσα καὶ περιοχὴ Δωδώνης. Ἐνισχύεται τὸ δεξιὸ μὲ πυροβολικὸ γιὰ παραπλάνηση τοῦ ἐχθροῦ καὶ στὸ ἀριστερὸ μεταφέρονται νύχτα στρατεύματα.
Ἡ κατάστρωση τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη Μεταξὰ καὶ στὴν ἐκτέλεσή του ἀποφασιστικὴ ὑπῆρξε ἡ βοήθεια τοῦ Νικολάκη ἐφέντη, γενναίου Ἕλληνα, ὑπασπιστῆ τοῦ Βεχήτ-μπέη, μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ ἔδινε γιὰ τὶς κινήσεις τῶν Τούρκων.
Ἀπὸ τὴ χαραυγὴ τῆς 19ης Φεβρουαρίου ἄρχισε ὁ σφοδρὸς βομβαρδισμὸς τοῦ Μπιζανίου καὶ Καστρίτσας καὶ στὶς 20 Φεβρουαρίου κυριεύονται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ τὰ περισσότερα ὀχυρά, ἐνῷ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπ’ τὸν ψηλότερο αὐχένα τῆς Ὀλύτσικας ἠχοῦν αἰφνιδιαστικὰ τὰ πυρὰ τῶν δύο ὀρειβατικῶν πυροβόλων ποὺ ὅλη τὴ νύχτα τ’ ἀνέβασαν γυναῖκες τῶν γύρω χωριῶν.
Τὰ τουρκικὰ στρατεύματα μπροστὰ στὴν ὁρμὴ τοῦ στρατοῦ μας ἔφευγαν φοβισμένα γιὰ τὰ Γιάννενα. Μαζί τους παρέσυραν καὶ τοὺς ἄντρες τοῦ Ἐσὰτ πασᾶ, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἄϊ Γιάννη (σημερινὴ Ἀνατολή). Ἐκεῖ ἔφτασαν ἄντρες τῆς 2ης ἑλληνικῆς φάλαγγας ὅπου κατέλαβαν τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο πυροβολικοῦ καὶ ἀπέκοψαν τὰ τηλεφωνικὰ καλώδια Ἰωαννίνων-Μπιζανίου.
Σ’ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες πρωταγωνιστοῦν ὁ ἥρωας Βελισσαρίου μὲ τὸν ταγματάρχη Ἰατρίδη.
Τὸ βράδυ τῆς 20ης
Φεβρουαρίου τὰ ὑπόλοιπα εὐζωνικὰ τάγματα βρισκονται ἔξω ἀπὸ τὰ Γιάννενα στὸ χωριὸ Ραψιστά. Τὰ Γιάννενα ζοῦσαν τὴ στερνὴ νύχτα τῆς σκλαβιᾶς τους. Οἱ τελευταῖες ἀναλαμπές της, φώτιζαν τρομακτικὰ ἐρείπια. Βουνὰ ὀργωμένα ἀπ’ τὰ κανόνια. Χώματα ποτισμένα, βαμμένα στὸ κόκκινο. Κάμποι ματωμένοι. Ὅλα βουτηγμένα στὸ αἷμα. Χιλιάδες κοράκια πετοῦν, σωροὶ τὰ πτώματα. Στὶς χαράδρες, στοὺς λόφους, στοὺς κάμπους περπατᾶ ἡ φρίκη. Στὴν πολιτεία περπατᾶ ἡ ἐρήμωση.
Στὶς πέτρινες πλατεῖες καὶ στὰ καλντερίμια ἠχοῦν τὰ γοργὰ βήματα τῶν τυράννων. Κινοῦνται σπασμωδικά. Νιώθουν τὴ μοιραία στιγμή. Εἶναι ἡ τελευταία τους νύχτα. Ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια… ἀπό πεντε αἰῶνες…
Κατὰ τὶς δύο, ξημερωνοντας ἡ 21η Φεβρουαρίου 1913, ἐπιτροπὴ ἀπὸ δύο Τούρκους ἀξιωματικοὺς μὲ τον επίσκοπο Δωδώνης ποὺ τοὺς συνοδεύει ὁ Βελισσαρίου, μεταφέρουν στὸ ἑλληνικὸ στρατηγεῖο τοῦ Ἐμὶν ἀγὰ ἐπιστολὴ τῶν προξένων Ἰωαννίνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν κατὰ παράκληση τοῦ ἀρχιστρατήγου Ἐσὰτ πασᾶ τὴ σύναψη ἀνακωχῆς.
Ὁ Ἕλληνας ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος ζητᾶ τὴν παράδοση τῆς πόλης ἄνευ ὅρων. Ἡ συμφωνία ὑπογράφεται στὶς τέσσερις τὸ πρωί. Ἦταν ἡ μεγάλη ὥρα.
Ἡ παράδοση τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ ἡ πτώση τῶν ὀχυρῶν ἦταν πράξη δικαιοσύνης καὶ ὄχι ὑλικῆς ὑπεροπλίας. Ἦταν τὸ ἠθικὸ αἴτημα τῶν αἰώνων.
Ἔτσι ξημέρωσε ἡ ἁγιασμένη μέρα τῆς 21ης Φεβρουαρίου ποὺ στάθηκε ὁ σταθμὸς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νεώτερης ἱστορίας τοῦ ἠπειρωτικοῦ χώρου.
Ἡ πολιτεία
τινάχτηκε λεύτερη μὲ θεϊκὴ ὀμορφιά! Ὁ ελληνικός στρατὸς εἰσέρχεται μὲ τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο καὶ τὸν πρωτεργάτη τῆς ἀπελευθέρωσης στρατηγὸ Βελισσαρίου, θριαμβευτὴς στὰ Γιάννενα.
Πάνω τους
κυμάτιζαν οἱ γαλανόλευκες ποὺ ξεδιπλώθηκαν ἀπ’ τὰ μπαούλα ὅπου ἦταν κρυμμένες χρόνια ὁλόκληρα. Οἱ ἀναστάσιμες καμπάνες ἠχοῦσαν μελωδικά. Ἀπ’ τὸ Μιτσικέλι, τὸ Δρίσκο καὶ τὴν Ὀλύτσικα τὸ ἀγέρι μυρωδικὸ καὶ δροσερὸ ἔφερνε στοὺς εὐεργέτες καὶ στοὺς διδασκάλους τοῦ Γένους τὸ χαρούμενο μήνυμα πὼς ὁ σπόρος τους καρποφόρησε.
Τα Γιάννενα ἦταν πιὰ ἐλεύτερα!
Φασούλη-Τσαμπαλᾶ Κωνσταντίνας
Φιλόλογος
Πηγή *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012